A BASIC CONDITION in Greek translation

[ə 'beisik kən'diʃn]
[ə 'beisik kən'diʃn]
βασικός όρος
basic condition
key condition
fundamental condition
key term
essential condition
basic prerequisite
main condition
βασικό όρο
basic condition
key condition
fundamental condition
key term
essential condition
basic prerequisite
main condition

Examples of using A basic condition in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
as this is a basic condition for a hotel unit to enter the winter plans of major tour operators.
μιας και είναι βασική προϋπόθεση για την ένταξη μιας ξενοδοχειακής μονάδας στο χειμερινό πλάνο των μεγάλων τουρ οπερέιτορς.
Ensuring a comprehensive socialist democracy is a basic condition in order to obtain the dictatorship of the proletariat and to consolidate it, just as the dictatorship of the proletariat is the indispensable and decisive condition for
Ή εξασφάλιση μιας πλατιάς σοσιαλιστικής δημοκρατίας άποτελεϊ βασικό όρο γιά τήν ίδια τή διαφύλαξη καί τό δυνάμωμα τής διχτατορίας τοΰ προλεταριάτου,
The Christian criminalization of Zionism, which Arab churches made a basic condition for“Muslim-Christian rapprochement,” grants the elimination of the Jewish State priority over defending the rights of their own beleaguered communities.
Η ποινικοποίηση του Σιωνισμού από το Βατικανό, που οι Αραβικές Εκκλησίες έκαναν μια βασική προϋπόθεση για την προσέγγιση μουσουλμάνων- χριστιανών, βάζει σε προτεραιότητα την εξόντωση του εβραϊκού κράτους εις βάρος της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των δικών τους πολιορκουμένων κοινοτήτων.
which Arab Churches made a basic condition for Muslim-Christian rapprochement,
που οι Αραβικές Εκκλησίες έκαναν μια βασική προϋπόθεση για την προσέγγιση μουσουλμάνων- χριστιανών,
Full respect for and promotion of those principles is an essential prerequisite for the legitimacy of the European project as a whole and a basic condition for building citizens' trust in the Union.
Η πλήρης τήρηση και προώθηση των εν λόγω αρχών αποτελεί το βασικό προαπαιτούμενο για τη νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος στο σύνολό του, καθώς και τη βασική προϋπόθεση για την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην Ένωση και για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των πολιτικών της..
Full respect for and promotion of those principles is an essential prerequisite for the legitimacy of the European project as a whole and a basic condition for building citizens' trust in the Union
Η πλήρης τήρηση και προώθηση των εν λόγω αρχών αποτελεί το βασικό προαπαιτούμενο για τη νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος στο σύνολό του, καθώς και τη βασική προϋπόθεση για την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην Ένωση
A basic condition for preventing outbreaks of violence which the Agency of the Global Police shall facilitate in every way possible,
Μια βασική προϋπόθεση για την αποτροπή ξεσπασµάτων βίας την οποία το Σύστηµα Επιβολής θα διευκολύνει µε κάθε δυνατό τρόπο,
A basic condition for preventing outbreaks of violence which the Enforcement System shall facilitate in every way possible,
Μια βασική προϋπόθεση για την αποτροπή ξεσπασµάτων βίας την οποία το Σύστηµα Επιβολής θα διευκολύνει µε κάθε δυνατό τρόπο,
A basic condition for preventing outbreaks of violence which the Enforcement System shall facilitate in every way possible,
Μια βασική προϋπόθεση για την αποτροπή ξεσπασµάτων βίας την οποία το Σύστηµα Επιβολής θα διευκολύνει µε κάθε δυνατό τρόπο,
Open Standards are a basic condition for freedom and choice in software.
Τα Ανοικτά Πρότυπα είναι βασική συνθήκη ελευθερίας και επιλογής στο λογισμικό.
the desire for improvement is a basic condition of human existence.
η επιθυμία για βελτίωση είναι βασικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης.
In fact it is very probable that a basic condition for the existence of primitive societies is their relatively small demographic size.
Είναι πράγματι πολύ πιθανό, ένας βασικός όρος ύπαρξης της πρωτόγονης κοινωνίας να συνίσταται στη σχετική ισχνότητα του δημογραφικού της μεγέθους.
provides a basic condition for lifelong learning,
παρέχει το βασικό πλαίσιο για τη δια βίου μάθηση,
Promoting collective projects is therefore a basic condition for giving political support to address the challenge of social cohesion in Latin America and the Caribbean.
Η ενθάρρυνση συλλογικών έργων αποτελεί, επομένως, βασική προϋπόθεση για την πολιτική στήριξη της πρόκλησης της κοινωνικής συνοχής στη ΛΑΚ.
These recommendations are a basic condition to re-open dialogue(or,
Οι αρχές αυτές αποτελούν τον βασικό όρο επανέναρξης του διαλόγου(ή,
the packaging of your swimsuits as a basic condition the quality of the 70 years that follows us.
την συσκευασία των μαγιώ σας με βασική προϋπόθεση την ποιότητα των 70 ετών που μας ακολουθεί.
provides a basic condition for lifelong learning,
παρέχει το βασικό πλαίσιο για τη δια βίου μάθηση,
to create the enterprise culture that is a basic condition for the country's economic growth.
τη δημιουργία«κουλτούρας επιχειρηματικότητας», η οποία πρεπει να αποτελεί βασική προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη καθε χώρας.
are assumed to be a basic condition of modern life.
θεωρείται ότι αποτελούν βασική προϋπόθεση μίας σύγχρονης κοινωνίας.
in the special session would seem to us to be a basic condition to making this meeting a real success.
στην έκτακτη σύνοδο, αποτελεί για μάς θεμελιώδης προϋπόθεση προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης επιτυχία της συνάντησης αυτής.
Results: 1800, Time: 0.0443

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek