ENABLING THEM in Greek translation

[i'neibliŋ ðem]
[i'neibliŋ ðem]
διευκολύνοντάς
making it easier
enabling them
δίνοντας τους τη δυνατότητα
δίνοντάς τους την δυνατότητα
παρέχοντας τους τη δυνατότητα
τους παρέχουν τη δυνατότητα
δίνοντας τους την δυνατότητα
τους παρέχει τη δυνατότητα

Examples of using Enabling them in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
What is more, they reversed paralysis in the mice, enabling them to use their back legs.
Επιπλέον, αντέστρεψαν την παράλυση στα ποντίκια, δίνοντας τους τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τα πίσω πόδια.
They have developed language skills in Spanish and English enabling them to study specialized literature
Έχουν αναπτύξει γλωσσικές δεξιότητες στα ισπανικά και στα αγγλικά που τους επιτρέπουν να σπουδάσουν εξειδικευμένη βιβλιογραφία
had issued visas enabling them to be brought to Greece for the purposes of.
είχαν εκδώσει βίζα που τους επέτρεπε να μεταφερθούν στην Ελλάδα για σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης.
This will provide valuable experience of the workplace, enabling them to develop transferable skills
Αυτό θα παράσχει πολύτιµη εµπειρία του χώρου εργασίας, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αναπτύξουν τις µεταβιβάσιµες δεξιότητες
editorial support, enabling them to travel, report
συντακτική υποστήριξη, που τους επιτρέπει να ταξιδεύουν, να αναφέρουν
bringing together the key actors and enabling them to move towards agreement on standard approaches.
φέροντας σε επαφή τους κύριους φορείς και παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να κινηθούν προς μια συμφωνία για σταθερές προσεγγίσεις.
Strengthen cooperation between EU Member States, enabling them to address VAT fraud more quickly and more efficiently,
Οι νέες προτάσεις θα ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ των κρατών- μελών, δίνοντας τους τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν την απάτη στον τομέα του ΦΠΑ ταχύτερα
Programme is to introduce the students to such perspectives enabling them to improve their ability to understand the function of the law
Πρόγραμμα είναι να εισαγάγει τους μαθητές σε τέτοιες προοπτικές που τους επιτρέπουν να βελτιώσουν την ικανότητά τους να κατανοήσουν τη λειτουργία του νόμου
global manufacturers, enabling them to redefine the way fashion products are made and impact the world.
με παγκόσμιους κατασκευαστές ρούχων, δίνοντάς τους την δυνατότητα να επαναπροσδιορίσουν τον τρόπο που παράγονται τα προϊόντα.
a flexible skull enabling them to eat their prey whole.
εύκαμπτο κρανίο που τους επέτρεπε να τρώνε τη λεία τους ολόκληρη.
Numerous clients have happily uncovered that the chamber rarely unseals thus enabling them preserve erections while the pump is on.
Πολλοί πελάτες έχουν ευτυχώς αποκάλυψε ότι ο θάλαμος σπάνια αποσφραγίζει, επομένως, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να διατηρήσει στύση, ενώ η αντλία είναι σε λειτουργία.
Approval by most regions of a regional social plan enabling them more effectively to adopt strategies to combat social exclusion.
Έγκριση, από την πλειονότητα των περιφερειών, ενός περιφερειακού κοινωνικού σχεδίου που τους επιτρέπει να ενσωματώνουν καλύτερα τις στρατηγικές καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού.
Strengthen local communities, enabling them to care for their environments,
Ενδυνάμωσε τις τοπικές κοινότητες, παρέχοντας τους τη δυνατότητα να φροντίζουν για το περιβάλλον τους
The Academy's home school accommodates 180 students from 40 nationalities, enabling them to complete their studies in secondary education and to practice daily with personalized training.
Το εσωτερικό σχολείο της ακαδημίας φιλοξενεί 180 μαθητές από 40 εθνικότητες δίνοντας τους τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν τις σπουδες τους στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση και να αθλούνται καθημερινά με εξατομικευμένη προπόνηση.
Men have more social connections enabling them to access business opportunities,
Οι άνδρες έχουν περισσότερες κοινωνικές συνδέσεις που τους επιτρέπουν να έχουν πρόσβαση σε επιχειρηματικές ευκαιρίες,
a Foundation that brings opportunities to young teenagers worldwide, enabling them to surpass constraints.
ένα ίδρυμα που δίνει ευκαιρίες σε νέους από όλο τον κόσμο, δίνοντάς τους την δυνατότητα να ξεπεράσουν εμπόδια.
Of these have a special autonomous status, enabling them to pass legislation on some local matters.
Σε πέντε απ' αυτές(σημειώνονται με*) ισχύει ένα ειδικό καθεστώς αυτονομίας που τους επιτρέπει να νομοθετούν αυτόνομα για κάποια τοπικά θέματα.
Many users have happily discovered that the chamber seldom unseals therefore enabling them keep erections while the pump is on.
Πολλοί χρήστες έχουν ευτυχώς ανακάλυψε ότι ο θάλαμος σπάνια αποσφραγίζει, επομένως, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να κρατήσει στύση ενώ η αντλία είναι σε λειτουργία.
Strengthening local communities, enabling them to care for their own environments,
Ενδυνάμωσε τις τοπικές κοινότητες, παρέχοντας τους τη δυνατότητα να φροντίζουν για το περιβάλλον τους
Member States are required to take the necessary steps enabling them to guarantee the results imposed by this Directive.
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που τους επιτρέπουν να εγγυώνται τα αποτελέσματα που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία.
Results: 643, Time: 0.049

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek