UNABLE TO COPE in Greek translation

[ʌn'eibl tə kəʊp]
[ʌn'eibl tə kəʊp]
ανίκανη να αντιμετωπίσει
αδυνατώντας να αντιμετωπίσει
ανίκανος να αντιμετωπίσει
ανίκανα να αντιμετωπίσουν
ανίκανο να αντιμετωπίσει
σε θέση να αντιμετωπίσουν
ανήμπορος να αντιμετωπίσει
ανίκανοι να αντιμέτωπίσουν

Examples of using Unable to cope in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
The Red Cross was unable to cope with the demands of World War I.
Ο Ερυθρός Σταυρός ήταν ανίκανος να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις του A' Παγκοσμίου Πολέμου
fewer hands makes the trade unions unable to cope with the ever growing power of the employing class.
στα χέρια όλο και λιγότερων καθιστά τα συνδικάτα ανίκανα να αντιμετωπίσουν τη συνεχώς αυξανόμενη δύναμη της εργοδοσίας και του καπιταλισμού.
during the Angry Summer proved unable to cope with escalating extreme weather, like heatwaves.
κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ήταν ανίκανο να αντιμετωπίσει κλιμακούμενα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως τους καύσωνες.
Anyone who is feeling overwhelmed by their problems and unable to cope may be able to benefit from psychotherapy.
Όποιος αισθάνεται συγκλονισμένος από τα προβλήματά του και δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει είναι σε θέση να επωφεληθεί από την ψυχοθεραπεία.
Too much parenting cripples children as they move into adulthood and renders them unable to cope with the merest setbacks.
Η υπερβολική ανατροφή των παιδιών παγιδεύει τα παιδιά καθώς μετακινούνται στην ενηλικίωση και τα καθιστά ανίκανα να αντιμετωπίσουν τις απλές αποτυχίες.
After his death in 1980, the weakened system of federal government was left unable to cope with rising economic
Μετά το θάνατό του το 1980 το εξασθενημένο σύστημα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν πλέον ανίκανο να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες οικονομικές
This is due to the fact that the old station is already unable to cope with its functions. According to M.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο παλιός σταθμός είναι ήδη ανίκανος να αντιμετωπίσει τις λειτουργίες του.
declare ourselves just unable to cope or fulfill any of our regular functions for a time.”.
δηλώνουμε ότι απλά δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ή να εκπληρώσει οποιαδήποτε από τις λειτουργίες μας τακτική για ένα χρόνο.».
had disappeared, unable to cope with Jean's condition.
είχε εξαφανιστεί, σε θέση να αντιμετωπίσουν την κατάσταση του Ζαν.
fewer hands makes the trade unions unable to cope with the ever growing power of the employing class.
λιγότερα χέρια κάνει τα συνδικάτα ανίκανα να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη δύναμη της τάξη των εργοδοτών.
(1950) viewed the authoritarian personality as having a strict superego that controls a weak ego unable to cope with strong id impulses.
(1950) είδαν την αυταρχική προσωπικότητα να έχει ένα αυστηρό υπερεγώ που ελέγχει ένα αδύναμο εγώ που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις ισχυρές εσωτερικές παρορμήσεις.
Many people feel that crying makes them weak and unable to cope with their lives and emotions when in reality,
Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι το κλάμα τους κάνει αδύναμους και ανίκανους να αντιμετωπίσουν τη ζωή και τα συναισθήματά τους, αλλά στην πραγματικότητα το
Many people think that crying makes them weak and unable to cope with their lives and emotions,
Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι το κλάμα τους κάνει αδύναμους και ανίκανους να αντιμετωπίσουν τη ζωή και τα συναισθήματά τους,
the farmer in despair and unable to cope with the rebellious pigs and cows.
ο γεωργός σε απόγνωση και αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τις επαναστατικές χοίρους και αγελάδες.
The artificiality of this organization was revealed when it found itself unable to cope with serious international events like the conquest of Manchuria by Japan,
Της οργάνωσης αποκαλύφθηκε όταν βρέθηκε ανίκανη να αντιμετωπίσει τα σοβαρά διεθνή γεγονότα, όπως η κατάκτηση της Μαντζουρίας από την Ιαπωνία, της Αβησσυνίας(Αιθιοπία)
of respite from forces with which they feel unable to cope.
ανάπαυλας από δυνάμεις που αισθάνονται ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν.
for the most part are proving unable to cope.
ως επί το πλείστον οι αποδεικνύεται ανίκανη να αντιμετωπίσει.
when a Member State is unable to cope with the situation on its own,
ένα κράτος- μέλος δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια κατάσταση από μόνο του,
From there, the doctor goes on to explain that general mutations over the last few thousand years have left mankind increasingly unable to cope with certain situations that perhaps our ancestors would be more adapted to..
Στη συνέχεια προσπαθεί να εξηγήσει ότι οι μεταλλάξεις που έχει υποστεί το ανθρώπινο είδος τα τελευταία χίλια χρόνια έχει αφήσει την ανθρωπότητα ανίκανη να αντιμετωπίσει καταστάσεις στις οποίες οι πρόγονοι μας θα μπορούσαν εύκολα να προσαρμοστούν.
the usual cosmetics is already unable to cope, the aid will come effective for salon treatments
οι συνήθεις καλλυντικών είναι ήδη σε θέση να αντιμετωπίσει, η ενίσχυση θα έρθει αποτελεσματική για θεραπείες κομμωτηρίου
Results: 56, Time: 0.0476

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek