AN INLET in Greek translation

[æn 'inlet]
[æn 'inlet]
έναν κολπίσκο
a creek
cove
little bay
έναν όρμο
a bay
a cove
an inlet
ένα inlet

Examples of using An inlet in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
The water for use is supplied via a pipe to the boiler through an inlet pipe, usually located at the bottom.
Το νερό για χρήση τροφοδοτείται μέσω ενός σωλήνα στο λέβητα διαμέσου ενός σωλήνα εισόδου, που βρίσκεται συνήθως στο κάτω μέρος.
20 kHz) with an inlet ultrasound power of around 1 W/mL.
με ισχύ υπερήχων εισόδου περίπου 1 W/ mL.
It is fed by a small tube that runs up the back of the refrigerator to an inlet valve.
Είναι τροφοδοτείται από έναν μικρό σωλήνα που τρέχει μέχρι το πίσω μέρος του ψυγείου σε μία βαλβίδα εισόδου.
equipped with 2i technology, comprising an inlet temperature sensor and a flow sensor.
που περιλαμβάνει αισθητήρα θερμοκρασίας εισόδου και αισθητήρα ροής.
it also has an inlet to use as the heating medium the hot water of the radiator produced by the central heating boiler.
έχει επιπλέον μια είσοδο για να εκμεταλλευτεί ως θερμαντικό μέσο το ζεστό νερό του καλοριφέρ που παράγεται από τον λέβητα κεντρικής θέρμανσης.
The harbour lay in an inlet- still recognizable today in the flat landscape profile- of the Marmara Sea,
Το λιμάνι βρισκόταν σε έναν κολπίσκο-ακόμα αναγνωρίσιμο σήμερα στην ευθύγραμμη ακτογραμμή- της Θάλασσας του Μαρμαρά, στην τρίτη περιοχή της πόλης,
The city of Corpus Christi, on an inlet to the north of Brownsville,
Η πόλη του Corpus Christi, σε μια είσοδο στα βόρεια του Brownsville,
the Afsluitdijk dammed the Zuiderzee, an inlet of the North Sea,
το Afsluitdijk ουσιαστικά έκλεισε το Zuiderzee, μια είσοδο της Βόρειας Θάλασσας,
The small town of Wyndham is located on the west arm of Cambridge Gulf, an inlet of Joseph Bonaparte Gulf.
η Αυστραλιανή πόλη Ντάργουιν.[1] Η μικρή πόλη Γουίνταμ βρίσκεται στα δυτικά του κόλπου του Κέιμπριτζ, έναν όρμο του κόλπου του Ιωσήφ Βοναπάρτη.
The abort keyword can only be used inside an inlet; it tells the scheduler that any other procedures that have been spawned off by the parent procedure can safely be aborted.
Abort-- μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μέσα σε ένα inlet- πληροφορεί το χρονοπρογραμματιστή ότι όλες οι άλλες διαδικασίες που έχουν δοθεί προς παράλληλη εκτέλεση από τη γονική διαδικασία μπορούν να ακυρωθούν με ασφάλεια.
which is an inlet of the Irish Sea.
το οποίο είναι ένας όρμος του Ιρλανδικού πελάγους.
splendid view of the city tumbling down to the Gulf of Patras, which is an inlet of the Ionian Sea.
να ανταμειφθεί με μια υπέροχη θέα της πόλης που κατηφορίζει προς τον Κόλπο που αποτελεί είσοδο του Ιονίου Πελάγους.
A inlet valve is equipped in front of the spiral casing of the turbine.
Μια βαλβίδα κολπίσκων είναι εξοπλισμένη μπροστά από το σπειροειδές περίβλημα του στροβίλου.
It's widely used as a inlet valve in hydropower station.
Χρησιμοποιείται ευρέως ως βαλβίδα κολπίσκων στο σταθμό υδρενέργειας.
They have an inlet port at 90° to the outlet port.
Έχουν έναν λιμένα κολπίσκων σε 90° στο λιμένα εξόδου.
Nyhavn(New Harbour) is an inlet off the Inderhavnen.
Nyhavn(Νέο Λιμάνι) είναι μια εισαγωγή από το Inderhavnen.
The Gulf is an inlet of the Atlantic Ocean.
Το Πόρτο είναι μια ανάσα από τον Ατλαντικό.
It is built around an inlet called Queenstown Bay on Lake Wakatipu.
Είναι χτισμένη γύρω από ένα όρμο που ονομάζεται Κουίν Μπέι στη λίμνη Γουακατίπου.
Capable of an inlet volume flow rate of 50 m3/h or greater; b.
Με δυνατότητα ροής όγκου εισαγωγής 50 m3/h ή μεγαλύτερη, β.
Just an inlet of cold water,
Μόνο μια εισροή κρύου νερού,
Results: 2412, Time: 0.1554

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek