ANNUAL DECREASE in Greek translation

['ænjʊəl 'diːkriːs]
['ænjʊəl 'diːkriːs]
τη ετήσια πτώση

Examples of using Annual decrease in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
marked the third consecutive annual decrease since 2011(£100.0 billion).
σηματοδότησε την τρίτη συνεχόμενη ετήσια μείωση από το 211( 1, δισ.).
The annual decrease of 8 million so far achieved was just enough to compensate for the effects of the growth of the world population.
Η ετήσια μείωση των 8 εκατομμυρίων που επιτεύχθηκε μέχρι σήμερα επέτρεψε μόνο να αντισταθμίσει τα αποτελέσματα της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού.
was 20 percent lower than in 2016, the first annual decrease since 1998.
οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας το 2017 ήταν 20% χαμηλότερες από το 2016, η πρώτη ετήσια μείωση από το 1998.
Among the 23 Member States where final energy consumption decreased between 2006 and 2017, only Greece(-2.3% p.a.) recorded an average annual decrease of more than 2%.
Μεταξύ των 23 κρατών μελών όπου η τελική κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε μεταξύ 2006 και 2017, μόνο η Ελλάδα(-2,3% ετησίως) σημείωσε μέση ετήσια μείωση άνω του 2%.
From the age of 25 on the bodies energy requirement underlies an annual decrease of 1%, which means that during an adults lifespan the metabolism decreases by up to 40%.
Από το 25ο έτος της ηλικίας ο μεταβολικός ρυθμός παρουσιάζει ετήσια μείωση κατά 1% κάτι το οποίο σημαίνει ότι κατά την διάρκεια της ενήλικης ζωής ο βασικός μεταβολισμός μπορεί να παρουσιάσει μείωση μέχρι και 40%.
Population density not exceeding 45 inhabitants per km2(national average 74) or an annual decrease In the population of at least 2%; percentage of the total working population engaged In agriculture at least 50%.
Πυκνότητα πληθυσμού ανά χλμ2που δεν υπερβαίνει τους 45 κατοίκους εθνικός μέσος όρος: 74 ή ετήσια μείωση του πληθυσμού τουλάχιστον της τάξης του 2_%· τουλάχιστον 50% ενεργός γεωργικός πληθυσμός.
The results led to the conclusion that an annual increase of GDP per capita leads to an annual increase in fatality rates, whereas an annual decrease of GDP per capita leads to an annual decrease in fatality rates.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η ετήσια αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ οδηγεί σε μια ετήσια αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας, ενώ η ετήσια μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ οδηγεί σε ετήσια μείωση των ποσοστών θνησιμότητας.
The results led to the conclusion that an annual increase of GDP per capita leads to an annual increase in fatality rates, whereas an annual decrease of GDP per capita leads to an annual decrease in fatality rates.
Τα αποτελέσματα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η ετήσια αύξηση του κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. οδηγεί σε αύξηση της ετήσιας μεταβολής του αριθμού των νεκρών στα οδικά ατυχήματα, ενώ η ετήσια μείωση του κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. οδηγεί σε μείωση της ετήσιας μεταβολής του αριθμού των νεκρών.
The transaction is expected to lead to an additional annual decrease in finance costs of approximately €15m, with total reduction
Η συναλλαγή αναμένεται να οδηγήσει σε επιπλέον μείωση του χρηματοοικονομικό κόστους κατά περίπου 15 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, σημειώνοντας συνολική μείωση άνω του 50% την τελευταία τριετία,
The transaction is expected to lead to an additional annual decrease in finance costs of approximately 15 million euros, with total reduction exceeding 50 pct
Η συναλλαγή αναμένεται να οδηγήσει σε επιπλέον μείωση του χρηματοοικονομικό κόστους κατά περίπου 15 εκατ. € σε ετήσια βάση, σημειώνοντας συνολική μείωση άνω του 50% την τελευταία τριετία,
Even though its refinery production is expected to shrink in the long-term by an average annual decrease of 1-2 percent, there is still
Παρότι η παραγωγή διυλισμένων προϊόντων αναμένεται να μειωθεί μακροπρόθεσμα με μέσο ετήσιο ρυθμό 1-2%, υπάρχει μεγάλο περιθώριο αποκόμισης κερδών,
There were no annual decreases.
Δεν υπάρχουν ετήσιες παροξύνσεις.
Among the 25 Member States where primary energy consumption decreased between 2006 and 2017, Greece(-2.4% p.a.) and Lithuania(-2.2% p.a.) recorded average annual decreases during the period of more than 2%.
Μεταξύ των 25 κρατών μελών όπου η πρωτογενής κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε μεταξύ 2006 και 2017, η Ελλάδα(-2,4%) και η Λιθουανία(-2,2%) σημείωσαν μέσες ετήσιες μειώσεις κατά την περίοδο άνω του 2%.
A decrease in the annual primary energy consumption of public buildings by 49m kWh/year;
Μείωση κατά 9, 5 εκατομμύρια kw της ετήσιας κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας στα δημόσια κτίρια.
such as an ageing population and with an average annual population decrease.
όπως η γήρανση του πληθυσμού και η μέση ετήσια μείωση του πληθυσμού.
since it is associated with the substantial decrease of €2.5 billion(annual average decrease in 2007) in the Bank's liabilities to the ECB from the TARGET account balance
συνδέεται με τη σημαντική μείωση κατά 2, 5 δισεκ. ευρώ(μέση ετήσια μείωση το 2007) των υποχρεώσεων της Τράπεζας έναντι της ΕΚΤ που απορρέουν από το υπόλοιπο του λογαριασμού δοσοληψιών με το ΕΣΚΤ(TARGET),
Annual decrease of energy consumption per employee.
Ετήσια μείωση 10% της καταναλισκόμενης ενέργειας ανά εργαζόμενο.
Energy saving 10% annual decrease of energy consumption per employee.
Ετήσια μείωση 10% της καταναλισκόμενης ενέργειας ανά εργαζόμενο.
Average annual decrease.
Μέση ετήσια μείωση.
Estimated annual decrease of GHG Social infrastructure.
Εκτιμώμενη ετήσια μείωση των εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου.
Results: 274, Time: 0.0338

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek