PARTICIPATE IN ACTIVITIES in Greek translation

[pɑː'tisipeit in æk'tivitiz]
[pɑː'tisipeit in æk'tivitiz]
συμμετέχετε σε δραστηριότητες
συμμετέχουν σε δράσεις

Examples of using Participate in activities in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Also you can walk to several trails and participate in activities such as cycling, etc.
Επίσης μπορείτε να περπατήσετε στα διάφορα μονοπάτια της περιοχής και να συμμετάσχετε σε δραστηριότητες όπως η ποδηλασία κ.ά.
enjoy the outdoors or just participate in activities that make you happy.
να απολαύσετε την ύπαιθρο ή απλά να συμμετέχετε σε δραστηριότητες που σας κάνουν χαρούμενο.
and can't participate in activities due to pain.
μπότες) και δεν μπορούν να συμμετέχουν σε δραστηριότητες λόγω του πόνου.
run, or participate in activities that require repetitive movements.
να τρέξει, ή να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που απαιτούν επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
to perform tasks as they used to or participate in activities in which they enjoy.
να εκτελούν τα καθήκοντά τους όπως συνήθιζαν ή να συμμετέχουν σε δραστηριότητες τις οποίες απολαμβάνουν.
Schools involved in Comenius 1 projects can participate in activities organised by Comenius networks.
Τα σχολικά ιδρύματα που υλοποιούν πλάνα εργασίας COMENIUS 1 μπορούν να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες που διοργανώνονται από δίκτυα COMENIUS.
run, and participate in activities, sports and exercise without experiencing symptoms.
να τρέχετε και να συμμετέχετε σε δραστηριότητες, αθλήματα και ασκήσεις χωρίς να εμφανίζετε συμπτώματα άσθματος….
In addition, for listeners who wish to attend the seminar and participate in activities, will be granted additional hours of activity..
Επί πλέον, για τους ακροατές που επιθυμούν να παρακολουθήσουν το σεμινάριο και να συμμετέχουν σε δραστηριότητες, θα χορηγηθεί επιπλέον ώρες δραστηριότητας..
ie persons who, in the course of their business activities, participate in activities governed by customs legislation.
δηλαδή πρόσωπα τα οποία στα πλαίσια των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων συμμετέχουν σε δραστηριότητες που διέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία.
general education classroom are peer tutors with the special students, and/or if members of the special class participate in activities in the general education classroom.
οι μαθητές της κανονικής τάξης είναι μέντορες μαθητών με ειδικές ανάγκες ή/αν τα μέλη της ειδικής τάξης συμμετέχουν σε δραστηριότητες στην κανονική τάξη.
the appropriate animation students will have the opportunity to cooperate and participate in activities and innovative projects,
με την κατάλληλη εμψύχωση οι μαθητές θα έχουν την ευκαιρία να συνεργαστούν και να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες και καινοτόμα προγράμματα,
Give the baby to try a new brand before you can buy a single piece of equipment or participate in activities to receive a trial to the baby trial.
Δώστε στο μωρό να δοκιμάσει μια νέα μάρκα προτού να μπορέσετε να αγοράσετε ένα μόνο κομμάτι εξοπλισμού ή να συμμετάσχετε σε δραστηριότητες για να λάβετε μια δοκιμή στη δοκιμή του μωρού.
then organize or participate in activities that celebrate our oceans.
στη συνέχεια να οργανώσουμε ή να συμμετάσχουμε σε δραστηριότητες που γιορτάζουν οι ωκεανοί μας.
and then participate in activities that celebrate our ocean!
στη συνέχεια να οργανώσουμε ή να συμμετάσχουμε σε δραστηριότητες που γιορτάζουν οι ωκεανοί μας!
while patients with brain injuries can participate in activities with dogs to help their cognitive abilities.
οι ασθενείς με εγκεφαλικές βλάβες, μπορούν να συμμετέχουν σε δραστηριότητες με σκύλους που θα τους βοηθήσουν να βελτιώσουν τις γνωστικές τους ικανότητες.
then organize or participate in activities that celebrate our ocean.
στη συνέχεια να οργανώσουμε ή να συμμετάσχουμε σε δραστηριότητες που γιορτάζουν οι ωκεανοί μας.
Hach runs a week-long campaign every year that allows associates the ability to donate a portion of their pay during the campaign and participate in activities throughout the week.
Η Hach διεξάγει μια εβδομαδιαία εκστρατεία κάθε χρόνο, η οποία δίνει τη δυνατότητα στους συνεργάτες της να δωρίσουν ένα μέρος του μισθού τους κατά τη διάρκεια της εκστρατείας και να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας.
then organize or participate in activities that celebrate our ocean.
στη συνέχεια να οργανώσουμε ή να συμμετάσχουμε σε δραστηριότητες που γιορτάζουν οι ωκεανοί μας.
those who live and work with them throughout the world organize and participate in activities and events to raise public awareness
εργάζονται μαζί τους σε όλο τον κόσμο οργανώνουν και συμμετέχουν σε δραστηριότητες και εκδηλώσεις για την ευαισθητοποίηση του κοινού
including allowing them to use facilities or participate in activities, is just another way that schools work to ensure all students can be successful,” said Sara Stone,
στην ταυτότητα φύλου τους, η χρήση των εγκαταστάσεων ή η συμμετοχή σε δραστηριότητες, είναι απλώς άλλος ένας τρόπος που δείχνει ότι τα σχολεία διασφαλίζουν τις ίσες ευκαιρίες για όλους τους μαθητές», δήλωσε η Sara Stone,
Results: 61, Time: 0.0513

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek