PROBLEM-SOLVING ABILITIES in Greek translation

δυνατότητες επίλυσης προβλημάτων
ικανοτήτων επίλυσης προβλημάτων
ικανότητα επίλυσης προβλημάτων
ικανότητας επίλυσης προβλημάτων

Examples of using Problem-solving abilities in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
methods of inquiry, and problem-solving abilities in their core field of study
μεθόδους έρευνας, και ικανότητες επίλυσης προβλημάτων στον βασικό τομέα σπουδών τους,
and improve problem-solving abilities.
και βελτιώνουν τις δυνατότητες επίλυσης προβλημάτων.
and improve problem-solving abilities.
και βελτιώνουν τις δυνατότητες επίλυσης προβλημάτων.
integrate their knowledge, their understanding of such, in addition to their scientific reasoning and problem-solving abilities in new and undefined environments, including multidisciplinary contexts
εκτός από την επιστημονική επιχειρηματολογία τους και τις ικανότητες επίλυσης προβλημάτων σε νέα και απροσδιόριστο περιβάλλοντα,
methods of inquiry, and problem-solving abilities in the core field of study
μεθόδων έρευνας και ικανοτήτων επίλυσης προβλημάτων στον βασικό τομέα σπουδών τους
and improve problem-solving abilities.
και βελτιώνουν τις δυνατότητες επίλυσης προβλημάτων.
with its eight prehensile arms, its large brain, and its clever problem-solving abilities.".
μεγάλο εγκέφαλο και ικανότητα επίλυσης προβλημάτων», δήλωσε από την πλευρά του ο δρ.
spatial orientation, and problem-solving abilities.
του χωροταξικού προσανατολισμού και των ικανοτήτων επίλυσης προβλημάτων.
science, and problem-solving abilities, as well as a keen interest in music and acoustics.
την επιστήμη, και της ικανότητας επίλυσης προβλημάτων, καθώς και ένα έντονο ενδιαφέρον για τη μουσική και την ακουστική.
teamwork, and problem-solving abilities.
η ομαδική εργασία, και της ικανότητας επίλυσης προβλημάτων.
non-verbal skills and poorer problem-solving abilities, as well as underdeveloped fine motor skills
μη λεκτικές ικανότητες και φτωχότερες ικανότητες επίλυσης προβλημάτων, καθώς και υποανάπτυκτες κινητικές δεξιότητες στα παιδιά από την ηλικία των τριών
think-fast problem-solving abilities every modern-day commercial enterprise demands.
σκεφτείτε γρήγορη ικανότητες επίλυσης προβλημάτων κάθε σύγχρονη Ημέρα εμπορικές απαιτήσεις της επιχείρησης.
It develops problem-solving ability, cognitive skills and creativity.
Αναπτύσσει ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, γνωστικές δεξιότητες και δημιουργικότητα.
A practical mind and problem-solving ability.
Μια πρακτική σκέψη και ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.
Analytical thinking, methodical, problem-solving ability.
Αναλυτική σκέψη, μεθοδικότητα, ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.
developed based on thinking patterns and problem-solving ability.
αναπτύσσονται με βάση τα μοτίβα σκέψης και την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.
They also have a great problem-solving ability.
Επίσης, έχουν εξαιρετική ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.
logical thinking, problem-solving ability, concentration, when the mind is actively engaged in mental activities.
τη λογική σκέψη, την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, τη συγκέντρωση, και όταν το μυαλό έχει εμπλακεί ενεργά σε διανοητικές δραστηριότητες.
A tiny increment in problem-solving ability and group coordination is why we left the other apes in the dust.
Η αύξηση στην ικανότητα επίλυσης προβλημάτων και ο συντονισμός της ομάδας είναι ο λόγος που αφήσαμε πίσω μας τους πιθήκους.
A tiny increment in problem-solving ability and group coordination is why we left the other apes in the dust.
Μια πρόσθετη αύξηση της ικανότητας επίλυσης προβλημάτων και ο συντονισμός της ομάδας είναι ο λόγος που ξεπεράσαμε τους άλλους πιθήκους.
Results: 51, Time: 0.0417

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek