TO A METHOD in Greek translation

[tə ə 'meθəd]
[tə ə 'meθəd]
σε μία μέθοδο

Examples of using To a method in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Salvation is not a commitment to a method of self-improvement like the Eight Fold Path or the Five Pillars,
Αυτή η σχέση δεν είναι η απόφαση κάποιου να ακολουθήσει μια μέθοδο αυτο-βελτίωσης όπως είναι το Μονοπάτι των Οκτώ Βημάτων,
especially after its elevation to a method in the United States and its global propagation, remains an important link between modern and contemporary theatre.
ιδιαίτερα μετά την αναγωγή του σε μέθοδο στις ΗΠΑ και την παγκόσμια διάδοση της μεθόδου αυτής.
Lectio Divina is Latin for“divine reading,”“spiritual reading,” or“holy reading” and refers to a method of prayer and scriptural reading intended to promote communion with God and to provide special spiritual insights.
Η Lectio Divina είναι λατινικός όρος που σημαίνει«θεία ανάγνωση»,«πνευματική ανάγνωση» ή«άγια ανάγνωση» και αφορά μέθοδο προσευχής και βιβλικής ανάγνωσης που σκοπεύει να καλλιεργήσει την κοινωνία με τον Θεό και να προσφέρει ειδικές πνευματικές ενοράσεις.
In opposition to the instrumental reduction of pedagogy to a method- which has no language for relating the self to public life,
Σε αντίθεση με τον ουσιαστικό υποβιβασμό της παιδαγωγικής σε μια απλή μέθοδο, η οποία δεν συσχετίζει το άτομο με τη δημόσια ζωή, την κοινωνική ευθύνη
where all parties are unable to agree to a method for the constitution of the arbitral tribunal,
όπου όλα τα μέρη αδυνατούν να συμφωνήσουν σε μια μέθοδο για τη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου,
Preparation of the present invention relates to a method of low potassium molybdenum powder,
Παρασκευή της παρούσης εφευρέσεως αναφέρεται σε μία μέθοδο χαμηλού καλίου σε σκόνη μολυβδαινίου,
All thanks to a method discovered by dieticians from Minnesota.
Όλα αυτά χάρη σε μεθόδους που αναπτύχθηκαν απο διαιτητολόγους απο τη Μιννεσότα.
The term also refers to a method of studying child development.
Ο όρος αναφέρεται επίσης στη μελέτη της ανάπτυξης του παιδιού μεθόδου.
We simply bind the event to a method in the component class.
Απλά κάνουμε bind τα event σε μία method στην κλάση του component.
Rick Simpson Oil actually refers to a method of extraction, NOT a specific product.
Το έλαιο κάνναβης Rick Simpson είναι στην πραγματικότητα περισσότερο μια μέθοδος εκχύλισης από ότι αναφορά σε ένα συγκεκριμένο προϊόν.
When a code block is created it is always attached to a method as an optional block argument.
Όταν δημιουργείται μια ενότητα κώδικα, πάντα είναι συνδεδεμένη με μια μέθοδο, ως προαιρετική παράμετρο της ενότητας.
The combination of these two methods leads to a method of training the brain inthe focus of attention and stress management.
Από το συνδυασμό των ως άνω δυο μεθόδων προκύπτει μια μέθοδος εκπαίδευσης του ανθρώπινου εγκεφάλου στη συγκέντρωση της προσοχής και τη διαχείριση του άγχους.
Storage of macromolecular information in electronic databases has offered ascend to a method for working around the issue of classification.
Η αποθήκευση μακρομοριακών πληροφοριών σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων έχει συμβάλλει στην εξέλιξη μιας μεθόδου για την επεξεργασία του ζητήματος της ταξινόμησης.
Lots of folks experiencing premature hair loss just surrender themselves to a method that is as unpreventable as aging.
Πολλοί άνθρωποι που βιώνουν πρόωρη απώλεια μαλλιών απλώς παραιτούνται από μια διαδικασία που είναι τόσο αναπόφευκτη όσο μεγαλώνουν.
In the past, Fusilli were made by hand according to a method that was passed down from one generation to the next.
Στο παρελθόν, τα Fusilli παρασκευάζονταν με τα χέρια, με μια μέθοδο που πέρασε από γενιά σε γενιά.
When changes to a method in use require a new accreditation
Όταν λόγω αλλαγών στη χρησιμοποιούμενη μέθοδο απαιτείται νέα διαπίστευση ή επέκταση του πεδίου
Many individuals experiencing untimely loss of hair simply surrender on their own to a method that is actually as inevitable as growing old.
Πολλοί άνθρωποι που δοκιμάζουν την πρόωρη απώλεια τρίχας παραιτούνται από απλά σε μια διαδικασία που είναι τόσο αναπόφευκτη όπως γίνοντας παλαιά.
In particular, the encryption method aims to convert a message replacing its characters according to a method, which must be known only to the sender
Συγκεκριμένα, η μέθοδος της κρυπτογράφησης αποσκοπεί στη μετατροπή ενός μηνύματος αντικαθιστώντας τους χαρακτήρες που το απαρτίζουν σύμφωνα με μία μέθοδο, η οποία πρέπει να είναι γνωστή μόνο στον αποστολέα
The legal committee would like to see procurement subjected to a method of slimming which is more lasting than the slimming methods found in women's magazines in the spring.
Γιʼαυτό η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων ζητά να γίνουν οι προμήθειες αντικείμενο μιας μεθόδου«slimming»(αδυνατίσματος) που θα διαρκεί περισσότερο από τις μεθόδους«slimming» που υπάρχουν στα γυναικεία περιοδικά την άνοιξη.
reinsurance undertakings cannot return to a method that ignores the equalizer adjustment.
αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν μπορούν να επιστρέψουν σε προσέγγιση που δεν περιλαμβάνει προσαρμογή αντιστοίχισης.
Results: 75491, Time: 0.0399

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek