Examples of using Έχω in Greek and their translations into English
{-}
-
Colloquial
-
Official
-
Medicine
-
Ecclesiastic
-
Financial
-
Official/political
-
Computer
Δεν έχω ξαναντύσει τραύμα.
Δεν έχω δει κανένα εδώ τριγύρω, όμως.
Έχω μεγαλώσει και γεννηθεί στην Αθήνα.
Αυτό είναι ό, τι έχω να φάνε για την Βάρκα.
Έχω πρόβλημα με τη σχέση μου.
Δεν έχω ξανακούσει αυτή την σύγκριση.
Έχω άσχημο προαίσθημα.
Έχω χρονοδιάγραμμα, οπότε βιάσου.
Έχω μια E.T.S. το απόγευμα.
Δεν έχω δει ποτέ ελέφαντα να πετάει!
Δεν έχω μιλήσει με τον ιδιοκτήτη.
Έχω μια καινούργια κάθε χρόνο.
Έχω δυο στα δυο στους γάμους της Τζούντιθ.
Έχω μια σκυλίτσα Επανιέλ πεντέμισι ετών.
Όχι, έχω ένα λεπτό.
Δεν έχω πειστεί ούτε για τον καναπέ.
Έχω να σου επιστρέψω κάτι.
Δεν έχω δεί ποτέ μια υπόθεση λέπρας.
Έχω συνηθίσει τη ζωή μου.
Αν έχω κονδυλώματα θα πάθω καρκίνο;?