Examples of using Απεριόριστος in Greek and their translations into English
{-}
-
Colloquial
-
Official
-
Medicine
-
Ecclesiastic
-
Financial
-
Official/political
-
Computer
Απεριόριστος πόλεμος στον Β'ΠΠ.
Απεριόριστος χρόνος.
Ο χώρος της ζωής μας δεν είναι ούτε συνεχόμενος, ούτε απεριόριστος, ούτε ομοιογενής, ούτε ισότροπος.
έχει χορηγηθεί στην καταστροφική και ανεύθυνη ελευθερία απεριόριστος χώρος.
Ο"χρόνος" που αντιπροσωπεύει το Aion είναι απεριόριστος.
Αν σκέπτεσαι ότι ο θεός είναι απεριόριστος.
Υπάρχει ένας σχεδόν απεριόριστος αριθμός πιθανών συνδυασμών.
Απεριόριστος αριθμός της TV/ραδιο καταλόγου καναλιών.
Και απεριόριστος σε δύναμη και σε ειρήνη.
Έχει χορηγηθεί στην καταστροφική και ανεύθυνη ελευθερία απεριόριστος χώρος.
Ο χρόνος της ζωής του στο μέλλον είναι απεριόριστος.
Υπάρχουν ισχυρισμοί από τους ιερα- ποστόλους μας, στον ποταμό της Σενεγάλης πως στην περιοχή υπάρχει απεριόριστος πλούτος.
ο χρόνος είναι ουσιαστικά απεριόριστος.
ακόμα η εξουσία του σεβαστού αυτού τύπου δεν είναι απεριόριστος.
αρκετά στην ανίχνευση) και απεριόριστος υποθέτει την απάντηση.
Απεριόριστος αριθμός προϊόντων και φωτογραφιών.
Σχεδόν απεριόριστος 1000 MB χώρος δίσκου.
Έξω απ' το εγώ μου, ο κόσμος είναι απεριόριστος.
Αυτό γιατί ο Φα είναι απεριόριστος.
ΣΤ Ο αριθμός των Τακτικών μελών του σωματείου είναι απεριόριστος.