Examples of using Ερωτεύτηκε in Greek and their translations into English
{-}
-
Colloquial
-
Official
-
Medicine
-
Ecclesiastic
-
Financial
-
Official/political
-
Computer
Το μόνο της λάθος ήταν ότι ερωτεύτηκε τον Φιτζέραλντ.
Ο Τομ ερωτεύτηκε μια νεαρή ηθοποιό.
Ο εικονοκλάστης νέος μας ερωτεύτηκε την μεσαία τάξη.
Εντυπωσιασμένη από την ομορφιά του, τον ερωτεύτηκε.
Αυτό το καλ ό παιδί, πού την είδε την κόρη σου και την ερωτεύτηκε;?
Έκανε φίλους, μπήκε σε συγκρότημα, ερωτεύτηκε.
Η κόρη του Μίνωα, η Αριάδνη, ερωτεύτηκε αμέσως το Θησέα.
Και η Σουίζου, τον ερωτεύτηκε ακόμα σωστά;?
Ο Τραμπ… ερωτεύτηκε τον Κιμ.
Χωρίς να γνωρίζει ποιος ήταν, τον ερωτεύτηκε.
την κατηγόρησε πως ερωτεύτηκε τον πελάτη.
Καμιά ποτέ δεν με ερωτεύτηκε.
Τότε την πρωτοείδε ο Αχιλλέας και την ερωτεύτηκε.
Γιατί ποτέ καμία δεν ερωτεύτηκε εμένα;?
Μια μπλε φάλαινα ερωτεύτηκε το φεγγάρι.
Ο Πυγμαλιώνας σκάλισε ένα γυναικείο άγαλμα από ελεφαντόδοντο και μετά το ερωτεύτηκε.
Και ο Πάβελ ερωτεύτηκε.
Η Μπέιμπ Μπένετ ερωτεύτηκε.
Στην Βίβλο… Ο Ωσηέ ερωτεύτηκε την Γκόμερ.
Κι αυτό επειδή ο Φρανκ Σινάτρα ήπιε ένα τέτοιο και ερωτεύτηκε.