ΗΛΙΚΙΩΜΈΝΕΣ ΓΥΝΑΊΚΕΣ in English translation

older women
γριά
γριούλα
γρια
γερόντισσα
παλιόγρια
ηλικιωμένη γυναίκα
μεγάλη γυναίκα
ηλικιωμένη κυρία
γριάς γυναίκας
παλιά γυναίκα
elderly women
ηλικιωμένος γυναίκα
ηλικιωμένη κυρία
γριούλα
γριά γυναίκα
γηραιά κυρία
μεγαλύτερη γυναίκα
elderly females
ηλικιωμένη γυναίκα
elderly ladies
ηλικιωμένη κυρία
ηλικιωμένη γυναίκα
ηλικιωμένη συμπάροικος
old ladies
γριά
γριούλα
κυρά
γρια
γριάς
γιαγιούλα
ηλικιωμένη κυρία
ηλικιωμένη γυναίκα
γηραιά κυρία
μεγάλη κυρία
elder women
older females
γυναίκα ηλικίας
παλιών γυναικείων
old women
γριά
γριούλα
γρια
γερόντισσα
παλιόγρια
ηλικιωμένη γυναίκα
μεγάλη γυναίκα
ηλικιωμένη κυρία
γριάς γυναίκας
παλιά γυναίκα
elderly female
ηλικιωμένη γυναίκα
aged women
ηλικίας γυναίκα

Examples of using Ηλικιωμένες γυναίκες in Greek and their translations into English

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Οι Μοίρες ήταν τρεις, ασπροντυμένες ηλικιωμένες γυναίκες.
There were three deaf old ladies.
Έκλεβε ηλικιωμένες γυναίκες.
He ripped off old women.
Οι ηλικιωμένες γυναίκες θύματα βίας στις χώρες εταίρους.
Elderly female victims in partner countries.
Οι ηλικιωμένες γυναίκες και MILFs έχουν γίνει κάτι το ιδιαίτερο.
Older women and MILFs have become something special.
Kυρίως οι ηλικιωμένες γυναίκες είναι εκείνες που παίρνουν ανεπαρκείς συντάξεις.
It is mainly elderly women who receive inadequate old-age pensions.
Οι πιο ηλικιωμένες γυναίκες ήταν περίεργες
The old women were curious
Οι ηλικιωμένες γυναίκες έχουν πολύ λιγότερο από αυτό.
Older women have much less of this.
Όλες ηλικιωμένες γυναίκες.
All elderly women.
Οι ηλικιωμένες γυναίκες άρχισαν το τραγούδι.
The old women began to chant.
Αλλά οι ηλικιωμένες γυναίκες έχουν μικρότερη ανοχή για αυτό.
But older women have less tolerance for that.
Οι πιο ηλικιωμένες γυναίκες καταναλώνουν 10% περίπου λιγότερο σε σύγκριση με τους άνδρες.
Elderly women consume about 10% less compared to single males.
Συμβουλεύονται τις ηλικιωμένες γυναίκες στην Αμπουσουα(μητρογραμμική) οικία.
They consult the old women in the abusua(matrilineage) house.
Οι ηλικιωμένες γυναίκες και η άνοδος της ατομικής ιδιοκτησίας.
Older women and the rise of private property.
Η παχυσαρκία δεν αύξησε την νοητική έκπτωση στις ηλικιωμένες γυναίκες.
Obesity didn't notably increase cognitive decline in elderly women.
Οι ηλικιωμένες γυναίκες είναι όμορφες.
Old women are beautiful.
Μελέτη σε ηλικιωμένες γυναίκες.
Study on older women.
Οι περισσότερες είναι ηλικιωμένες γυναίκες.
They were mostly elderly women.
Έχετε αποκαλύψει τα καλυμμένα τα συστήματα των δύο ηλικιωμένες γυναίκες.
You have uncovered the veiled schemes of two old women.
Επρόκειτο για ηλικιωμένες γυναίκες.
It was for older women.
Σήμερα, η Ορθόδοξος Χριστιανική Γωνιά ιδρύθηκε φιλοξενεί 27 ηλικιωμένες γυναίκες.
Today the Orthodox Christian Corner accommodates 27 elderly women.
Results: 471, Time: 0.0481

Word-for-word translation

Top dictionary queries

Greek - English