Examples of using Να τρέμω in Greek and their translations into English
{-}
-
Colloquial
-
Official
-
Medicine
-
Ecclesiastic
-
Financial
-
Official/political
-
Computer
Με φοβίζει με κάνει να τρέμω και να παγώνω,… Με φοβίζει!
Άρχισα να τρέμω σαν να κρυώνω.
Άρχισα να τρέμω απο φόβο.
Δε θέλω να φοβάμαι και να τρέμω με αυτόν τον τύπο.
Με κάνεις να τρέμω, Μίλντρεντ.
Θα ξεκίνησω να τρέμω σε λίγο.
Τρομοκρατήθηκα κι άρχισα να τρέμω.
Όχι δε θα με δείτε να τρέμω όταν το προσπαθήσετε.
Αρχίζω να τρέμω.
αρχίζω να τρέμω.
δική μου είναι πεθάνω χωρίς να τρέμω.”.
Δεν μπορώ να σταματήσω να τρέμω.
Δεν μπορώ να σταματήσω να τρέμω.
Ο Χατζεφεντής, όταν με είδε να τρέμω, με ρώτησε.
Φτάσαμε στην πόρτα και άρχισα να τρέμω.
δεν μπορώ να σταματήσω να τρέμω.
Δεν μπορώ να μιλήσω χωρίς να τρέμω.
κόπηκε η αναπνοή μου και άρχισα να τρέμω.
μα εξακολουθούσα να τρέμω από πάθος.
Δεν μπορώ να σταματήσω να τρέμω.