Examples of using Προσευχήθηκε in Greek and their translations into English
{-}
-
Colloquial
-
Official
-
Medicine
-
Ecclesiastic
-
Financial
-
Official/political
-
Computer
Κανείς δεν προσευχήθηκε ποτέ μαζί με εμένα».
Η Αμέλια προσευχήθηκε να μην έκανε λάθος.
Τότε ο Ίλος προσευχήθηκε στον Δία.
Γονάτισε και προσευχήθηκε με δάκρυα.
Ή τον Μπεν που προσευχήθηκε.
Προσευχήθηκε στον Θεό, όπως πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι.
Γονάτισε και προσευχήθηκε με δάκρυα στο Θεό.
Προσευχήθηκε να ήταν αληθινά όσα έλεγε.
Προσευχήθηκε να ήταν αληθινά όσα έλεγε.
Αναστέναξε και βόγγηξε, προσευχήθηκε και φοβήθηκε.
Προσευχήθηκε μέσα στην ψαρόβαρκα.
Προσευχήθηκε στην Παρθένο Μαρία για βοήθεια.
Για τρίτη φορά ο Ιησούς τους άφησε και προσευχήθηκε.
Προσευχήθηκε μαζί μου στα ιταλικά.
Προσευχήθηκε και γύρισε στη δουλειά!
Η Τζούλια Ρόμπερτς που έφαγε ή ερωτεύτηκε ή προσευχήθηκε.
Προσευχήθηκε τότε στον Κύριο και αμέσως έγινε σεισμός.
Προσευχήθηκε περισσότερο απ' ότι είχε ποτέ προσευχηθεί.
Ο Τομ προσευχήθηκε.
Προσευχήθηκε αυτή η κηδεία να είναι η τελευταία.