CHANGE WILL AFFECT in Greek translation

[tʃeindʒ wil ə'fekt]
[tʃeindʒ wil ə'fekt]
αλλαγές θα επηρεάσουν

Examples of using Change will affect in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
This change will affect mobile searches in all languages around the world
Αυτή η αλλαγή θα επηρεάσει τις αναζητήσεις μέσω κινητών σε όλες τις γλώσσες σε όλο τον κόσμο
The study is the most comprehensive completed study that has concentrated on how climate change will affect the world's health via air pollution.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτή είναι η πιο ολοκληρωμένη μελέτη μέχρι σήμερα για το πώς η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει την παγκόσμια υγεία ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
certainly it is central when we think about how climate change will affect future generations," said Clinton.
την παραγωγή ενέργειας και ενέχει καίριο ρόλο στον τρόπο που οι κλιματικές αλλαγές θα επηρεάσουν τις επερχόμενες γενιές», επεσήμανε η αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών.
This change will affect only the new citizens that will receive the Young title
Αυτή η αλλαγή θα επηρεάσει μόνο τους νέους πολίτες, στους οποίους θα αποδίδεται ο τίτλος του Νέου πολίτη,
disclose more information on how climate change will affect their businesses.
να αποκαλύψουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει τις επιχειρήσεις τους.
changes in rainfall patterns caused by climate change will affect the land, no agreement has yet been reached on an adequate European framework for the protection of the land.
οι αλλαγές στο επίπεδο των βροχοπτώσεων που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή θα επηρεάσουν τη στεριά, δεν έχει επιτευχθεί ακόμη συμφωνία όσον αφορά ένα επαρκές ευρωπαϊκό πλαίσιο για την προστασία της στεριάς.
The changes will affect the composition of the following indices.
Οι παραπάνω αλλαγές θα επηρεάσουν τη σύνθεση των ακόλουθων δεικτών.
Inevitably, changes will affect everyone.
Φυσικά, οι αλλαγές θα επηρεάσουν τους πάντες.
These changes will affect the majority of browsers.
Αυτές οι αλλαγές θα επηρεάσουν την πλειοψηφία των browsers.
These demographic changes will affect every community, family and person.
Οι δημογραφικές αυτές αλλαγές θα επηρεάσουν κάθε κοινότητα, οικογένεια και άτομο.
These changes will affect the consumption of copper in varying degrees.
Αυτές οι αλλαγές θα επηρεάσουν την κατανάλωση του χαλκού σε διάφορους βαθμούς.
The changes will affect all stages of litigation.
Οι αλλαγές θα επηρεάσουν όλα τα linked επίπεδα.
Some changes will affect mature students in particular.
Οι αλλαγές θα επηρεάσουν κυρίως τους φοιτητές στην Αγγλία.
These changes will affect all organisations.
Οι αλλαγές θα επηρεάσουν όλες τις ομάδες.
And we can explore how those policy changes will affect Iraq.
Και μπορούμε να δείξουμε πώς οι πολιτικές αλλαγές θα επηρεάσουν το Ιράκ.
The changes will affect all types of content posted by publishers,
Οι αλλαγές θα επηρεάσουν όλους τους τύπους περιεχομένου που αναρτώνται από τους εκδότες,
However, the changes will affect the file directly,
Ωστόσο, οι αλλαγές θα επηρεάσουν άμεσα το αρχείο,
The climate changes will affect the planet, and the world leaders will start to take measures against pollution.
Οι κλιματικές αλλαγές θα επηρεάσουν τον πλανήτη και οι ηγέτες του κόσμου θα αρχίσουν να λαμβάνουν μέτρα κατά της ρύπανσης.
I can feel how those tiny yet beautiful changes will affect my life," a visitor told Xinhua.
Μπορώ πλέον να αντιληφθώ πόσο αυτές οι μικρές αλλά όμορφες αλλαγές θα επηρεάσουν τη ζωή μου» λέει ένας επισκέπτης στο Xinhua.
The changes will affect all types of content posted by publishers, including links, videos,
Οι αλλαγές θα επηρεάσουν όλα τα είδη αναρτήσεων που γίνονται από ιστοσελίδες συμπεριλαμβανομένων των συνδέσμων,
Results: 68, Time: 0.0375

Change will affect in different Languages

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek