DIFFICULTY IN SLEEPING in Greek translation

['difikəlti in 'sliːpiŋ]

Examples of using Difficulty in sleeping in English and their translations into Greek

{-}
  • Medicine category close
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Difficulty in sleeping and nightmares.
Hence, it causes difficulty in sleeping.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να δημιουργούνται δυσκολίες στον ύπνο.
Abnormal dreams, difficulty in sleeping(insomnia).
Μη φυσιολογικά όνειρα, δυσκολίες ύπνου(αϋπνία).
Insomnia(difficulty in sleeping); anxiety; confusion.
Αϋπνία(δυσκολία στον ύπνο), άγχος, σύγχυση.
This is often associated with difficulty in sleeping.
Η κόπωση στην περίπτωση αυτή συνοδεύεται συχνά από δυσκολίες στον ύπνο.
Does drinking cause you to have difficulty in sleeping?
Μήπως το αλκοολ σας προκαλεί δυσκολία στον ύπνο;?
Some users have complained of difficulty in sleeping at night.
Μερικοί χρήστες έχουν παραπονεθεί της δυσκολίας στον ύπνο τη νύχτα.
In most cases difficulty in sleeping is the first symptom of depression.
Η δυσκολία στο ύπνο αποτελεί σε μερικές περιπτώσεις το πρώτο σύμπτωμα στης κατάθλιψης.
Feeling sleepy, falling asleep suddenly without warning, difficulty in sleeping, sleep problems.
Υπνηλία, ξαφνικός ύπνος χωρίς προειδοποίηση, δυσκολία στον ύπνο, προβλήματα στον ύπνο.
the most notable of which is the difficulty in sleeping.
η σημαντικότερη από τις οποίες είναι η δυσκολία στον ύπνο.
There are millions of people across the world that faces difficulty in sleeping.
Ωστόσο, εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο δυσκολεύονται να κοιμηθούν.
anxiety; difficulty in sleeping(insomnia); thoughts
άγχος, δυσκολία στον ύπνο(αϋπνία), σκέψεις
There is also a great difficulty in sleeping and, depending on the case, there may be violent outbursts
Επίσης υπάρχει μεγάλη δυσκολία στον ύπνο και ανάλογα με τη περίπτωση μπορεί να υπάρχουν βίαια ξεσπάσματα
Common side effects include nausea(feeling sick), insomnia(difficulty in sleeping) and low libido(not being interested in having sex).
Συχνές παρενέργειες περιλαμβάνουν ναυτία(αδιαθεσία), αϋπνία(δυσκολία στον ύπνο) και χαμηλή λίμπιντο(που δεν ενδιαφέρονται για σεξ).
Confusion- nervousness- agitation- difficulty in sleeping- palpitations- hot flushes- back pain- urinary retention- difficulty urinating- common cold- accidental injury.
Όχι συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες- λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος ή μυκητιάσεις- άγχος- σύγχυση- νευρικότητα- διέγερση- δυσκολία στον ύπνο- αίσθημα παλμών- εξάψεις- πόνος στην πλάτη- κατακράτηση ούρων- δυσκολία στην ούρηση- κοινό κρυολόγημα- τυχαίος τραυματισμός.
Therefore, to those who have difficulty in sleeping, it is suggested to replace the second dish at dinner with a salad of green vegetables.
Σε εκείνους λοιπόν που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον ύπνο, προτείνεται να αντικαταστήσουν το δεύτερο πιάτο του βραδινού τους με μια σαλάτα πράσινων λαχανικών.
Uncommon(less than 1 in 100 patients but more than 1 in 1,000 patients): difficulty in sleeping, changes in liver function tests
Όχι συχνά(λιγότερο από 1στους 100 αλλά περισσότερο από 1 στους 1000 ασθενείς): δυσκολία στον ύπνο, μεταβολές στις τιμές των δοκιμασιών της ηπατικής λειτουργίας
then find difficulty in sleeping back again.
στη συνέχεια να βρουν δυσκολία στον ύπνο και πάλι.
If a person has more awake chemicals than sleep chemicals active, they can find difficulty in sleeping but there are numerous aids available to make life more bearable.
Αν ένα άτομο έχει πιο ξύπνιος χημικών ουσιών από ανασκόπηση ύπνο δραστικές χημικές ουσίες, που μπορεί να βρει δυσκολία στο να παρενέργειες τον ύπνο, αλλά δεν υπάρχουν πολλά διαθέσιμα βοηθήματα για να κάνουν τη ζωή πιο υποφερτή.
patients have complained of depression, difficulty in sleeping, changes in liver function,
ασθενείς παραπονέθηκαν για κατάθλιψη, αϋπνία, μεταβολές της ηπατικής λειτουργίας,
Results: 865, Time: 0.0387

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek