DIFFICULTY WALKING in Greek translation

['difikəlti 'wɔːkiŋ]
['difikəlti 'wɔːkiŋ]
δυσκολία στη βάδιση
δυσκολία στο βάδισμα
δυσχέρεια βάδισης
δυσκολία στο να περπατήσει
πρόβλημα στο περπάτημα

Examples of using Difficulty walking in English and their translations into Greek

{-}
  • Medicine category close
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
These symptoms may lead to frequent tripping or difficulty walking.
Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να οδηγήσουν σε συχνά παραπατήματα ή δυσκολία στο περπάτημα.
Measurements(ECG), raised body temperature, difficulty walking.
Ηλεκτροκαρδιογράφημα(ΗΚΓ), αυξημένη θερμοκρασία του σώματος, δυσκολία στο περπάτημα.
Pain in your hips or difficulty walking.
Πόνος στα ισχία ή δυσκολία στο περπάτημα.
An adult experiencing pain, difficulty walking.
Ένας ενήλικας που βιώνουν έντονο πόνο, δυσκολία στο περπάτημα.
Poor balance and difficulty walking.
Κακή ισορροπία και δυσκολία στο περπάτημα.
An elderly woman who has difficulty walking.
Ανήκει σε μια ηλικιωμένη κυρία που έχει δυσκολίες στο περπάτημα.
As children, they have difficulty walking.
Ως παιδί είχε δυσκολίες στο περπάτημα.
It can also lead to speech impediments and difficulty walking.
Μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε εμπόδια στην ομιλία και σε δυσκολία στο περπάτημα.
There may be slurring of speech and difficulty walking.
Μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε εμπόδια στην ομιλία και σε δυσκολία στο περπάτημα.
You experience difficulty walking, abnormal movement,
Αισθάνεστε δυσκολία στη βάδιση, μη φυσιολογική κίνηση,
Problems associated with nerves including: difficulty walking, abnormal movement,
Προβλήματα που σχετίζονται με τα νεύρα περιλαμβάνουν: δυσκολία στο βάδισμα, μη-φυσιολογική κίνηση,
For example, rigidity and difficulty walking may partially respond to treatments for Parkinson's disease.
Για παράδειγμα, η ακαμψία και δυσκολία στη βάδιση μπορεί εν μέρει να έχουν καλή απόκριση σε θεραπείες για τη νόσο του Πάρκινσον.
Despite the disease's progression Hawking had difficulty walking without support, and his speech was almost unintelligible he now returned to his work with enthusiasm.
Παρά την πρόοδο της ασθένειας- ο Χόκινγκ είχε δυσκολία στο να περπατήσει χωρίς υποστήριξη, και η ομιλία του ήταν σχεδόν ακατανόητη- επέστρεψε στην εργασία του με ενθουσιασμό.
Hunched posture, tremors, and difficulty walking(when neurologic or orthopedic disorders lead to urine retention).
Κυρτή στάση, δονήσεις, και δυσκολία στο βάδισμα(όταν νευρολογικά ή ορθοπεδικά διαταραχές οδηγούν σε κατακράτηση ούρων).
Ocrevus is a medicine for treating multiple sclerosis- an inflammatory disease of the nervous system that causes symptoms such as weakness, difficulty walking and problems with vision.
Το Ocrevus είναι φάρμακο το οποίο χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της πολλαπλής σκλήρυνσης, μιας φλεγμονώδους νόσου του νευρικού συστήματος που προκαλεί συμπτώματα όπως αδυναμία, δυσκολία στη βάδιση και προβλήματα στην όραση.
Despite the disease's progression Hawking had difficulty walking without support, and his speech was almost unintelligible he now returned to his work with enthusiasm!
Παρ΄ όλο που ο Χόκινγκ είχε δυσκολία στο να περπατήσει χωρίς υποστήριξη, και η ομιλία του ήταν σχεδόν ακατανόητη, αυτός επέστρεψε στην εργασία του με ενθουσιασμό!
Problems associated with nerves including: difficulty walking, abnormal movement,
Προβλήματα που σχετίζονται με τα νεύρα περιλαμβάνουν: δυσκολία στο βάδισμα, μη- φυσιολογική κίνηση,
muscle stiffness and difficulty walking.
μυϊκή δυσκαμψία και δυσκολία στη βάδιση.
muscle stiffness and difficulty walking.
μυϊκή δυσκαμψία και δυσκολία στη βάδιση.
a permanent neurological condition characterized by tremors and difficulty walking, as well as psychiatric symptoms such as aggression and hallucinations.
μια μόνιμη νευρολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τρόμο και δυσκολία στο βάδισμα, καθώς και ψυχιατρικά συμπτώματα όπως η επιθετικότητα και οι παραισθήσεις.
Results: 123, Time: 0.0483

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek