LEARNING ABILITY in Greek translation

['l3ːniŋ ə'biliti]
['l3ːniŋ ə'biliti]
μαθησιακή ικανότητα
ικανότητα εκμάθησης
δυνατότητα εκμάθησης
ικανότητας μάθησης

Examples of using Learning ability in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Movement enhances attention and learning ability(Ratey 2008).
Η κίνηση ενισχύει την προσοχή και την ικανότητα μάθησης(Ratey 2008).
Proline Increases learning ability.
Proline Αυξάνει την ικανότητα μάθησης.
Never underestimate the learning ability of a child.
Ποτέ μην υποτιμάτε την ικανότητα μάθησης του παιδιού.
It boosts memory and learning ability.
Βελτιώνει τη μνήμη και την ικανότητα μάθησης.
Reduce memory, learning ability and attention.
Μείωση μνήμης, ικανότητας εκμάθησης και προσοχής.
The individual's learning ability.
Η ικανότητα μάθησης του ατόμου.
The intelligence and learning ability of these dogs are widely known.
Νοημοσύνη και την ικανότητα μάθησης από αυτά τα σκυλιά είναι ευρέως γνωστά.
Learning ability is probably the most important skill you can have.
Η ικανότητα μάθησης είναι ίσως η πιο σημαντική δεξιότητα που μπορεί να αποκτήσει κανείς.
Learning ability can be enhanced.
Η ικανότητα μάθησης μπορεί να αναπτύσσεται.
It improves memory and also learning ability.
Ενισχύει τη μνήμη, καθώς και την ικανότητα μάθησης.
It improves memory and also learning ability.
Ενισχύει τη μνήμη και την ικανότητα μάθησης.
enhances learning ability.
ενισχύει την ικανότητα της μάθησης.
Boron May improve learning ability.
Η κανέλα μπορεί να βελτιώνει την ικανότητα μάθησης.
It boosts memory and also learning ability.
Ενισχύει τη μνήμη και την ικανότητα μάθησης.
Determining them at each stage results the learning ability of each age depending on the maturation of the central nervous system.
Ο καθορισμός τους σε κάθε στάδιο προκύπτει από τη μαθησιακή ικανότητα της κάθε ηλικίας σε συνάρτηση με την ωρίμανση του κεντρικού νευρικού συστήματος.
This position is associated with strong right brain learning ability, and you may have some difficulty with details even when the concept is clear.
Αυτή η θέση έχει να κάνει με την μαθησιακή ικανότητα και μπορεί να έχετε κάποιες δυσκολίες με τις λεπτομέρειες, ακόμη και όταν οι έννοιες είναι σαφείς.
memory and learning ability.
τη μνήμη και την ικανότητα εκμάθησης.
Brahmi is a neurotoxic plant that enhances learning ability, academic performance
Το Brahmi είναι νευροτονωτικό φυτό το οποίο ενισχύει τη μαθησιακή ικανότητα, την ακαδημαϊκή απόδοση
These pathways are known to be related to attention, learning ability, memory, and other cognitive processes.
Αυτές οι διαβάσεις είναι γνωστές για να αφορούν την προσοχή, τη δυνατότητα εκμάθησης, τη μνήμη, και άλλες γνωστικές διαδικασίες.
poor learning ability, and lowered immune function(4).
κακή ικανότητα εκμάθησης και μειωμένη ανοσολογική λειτουργία(4).
Results: 229, Time: 0.0482

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek