ROLE IN DEVELOPING in Greek translation

[rəʊl in di'veləpiŋ]

Examples of using Role in developing in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Government plays an important role in developing and financing infrastructure.
Τα κράτη μέλη θα εξακολουθήσουν να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη και τη χρηματοδότηση των υποδομών.
Cities play a crucial role in developing the future of work.
Οι πόλεις παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του μέλλοντος της εργασίας.
And liberal values have played a crucial role in developing these ideas.
Και φιλελεύθερες αξίες έχουν διαδραματίσει έναν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη αυτών των ιδεών.
Fear plays a big role in developing this passion and maintaining it.
Ο φόβος παίζει μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη και τη διατήρηση αυτού του πάθους.
What is OUP's role in developing languages from across the globe?
Ποιος είναι ο ρόλος του OUP στην ανάπτυξη γλωσσών από όλο τον κόσμο;?
We believe that education plays a vital role in developing the society.
Θεωρούμε ότι η παιδεία διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας κοινωνίας.
In many circumstances, test users play a significant role in developing software.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι δοκιμαστές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη λογισμικού.
Shell has played a leading role in developing high quality fuels.
Η Shell έχει ηγετική θέση στη δημιουργία καυσίμων κορυφαίας ποιότητας.
Is Europe playing a leading role in developing clean energy sources?
Η Ευρώπη κατέχει ηγετική θέση στην ανάπτυξη πηγών καθαρής ενέργειας;?
And all have played an important role in developing international criminal
Και όλα έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στο να αναπτυχθεί ένα διεθνές ποινικό
Chemical engineers played a prominent role in developing today's synthetic rubber industry.
Συνθετικά ελαστικά Οι Χημικοί Μηχανικοί έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη της σημερινής βιομηχανίας συνθετικών ελαστικών.
Researchers believe that genetics may play a role in developing Alzheimer's disease.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η γενετική μπορεί να παίζει κάποιο ρόλο στην εμφάνιση της νόσου του Alzheimer.
Mothers play a critical role in developing a young woman's body image.
Οι γονείς διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της εικόνας του σώματος ενός παιδιού.
ACER has an important role in developing framework guidelines which are non-binding by nature.
(18) Ο ACER έχει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών-πλαίσιο εκ φύσεως μη δεσμευτικών.
Safefood recognises that teachers play a vital role in developing the habits of young people.
Η safefood αναγνωρίζει ότι οι εκπαιδευτές διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην ανάπτυξη των συνηθειών των νέων.
In August, Linde won the Dirac medal for his role in developing this theory.
Τον Αύγουστο που μας πέρασε ο Linde κέρδισε το βραβείο Dirac για το ρόλο του στην ανάπτυξη αυτής της θεωρίας του πληθωρισμού.
Music therapy can play an important role in developing, maintaining, and restoring physical function.
Η μουσικοθεραπεία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη, διατήρηση ή και αποκατάσταση της φυσικής λειτουργίας.
For example, our experts have played a major role in developing and testing checkpoint inhibitors.
Για παράδειγμα, οι ειδικοί μας έχουν διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και την εξέταση των αναστολέων των σημείων ανοσιακού ελέγχου.
Higher education plays a crucial role in developing the potential and competitiveness of the European economy.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του δυναμικού και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Music therapy may play an important role in developing, maintaining and/or restoring physical functioning.
Η μουσικοθεραπεία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη, διατήρηση ή και αποκατάσταση της φυσικής λειτουργίας.
Results: 3296, Time: 0.0494

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek