THE GENERAL LEVEL in Greek translation

[ðə 'dʒenrəl 'levl]
[ðə 'dʒenrəl 'levl]
το γενικό επίπεδο
γενικότερα το επίπεδο
του γενικού επιπέδου
γενικά το επίπεδο
το συνολικό επίπεδο

Examples of using The general level in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
one of the effects of booms is to raise the general level of commodity prices.
μια από τις επιδράσεις των ανοδικών φάσεων είναι η άνοδος του γενικού επιπέδου τιμών των εμπορευμάτων.
The general level of corrosion resistance of Type 201 is similar to Type 301.
Το γενικό επίπεδο της αντοχής στη διάβρωση των Type 201 είναι παρόμοιο με τον τύπο 301.
Similarly, it must perform the important function of raising the general level of programming quality.
Επίσης θα πρέπει να παίξει το σημαντικό ρόλο της ανύψωσης του γενικού ποιοτικού επιπέδου των προγραμμάτων.
where the opposites clash together, can the general level of consciousness be raised.
όπου τα αντίθετα συγκρούονται μεταξύ τους, μπορεί το γενικό επίπεδο της συνείδησης να αυξηθεί.
However, implementing the agreement is not a valid reason to reduce the general level of protection afforded to part-time workers.
Ωστόσο, η εφαρμογή της συμφωνίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων μερικής απασχόλησης.
By the way the maximum level of exercise should not exceed the general level of current staff.
Με τον τρόπο που το ανώτατο επίπεδο της άσκησης δεν πρέπει να υπερβαίνουν το γενικό επίπεδο του σημερινού προσωπικού.
The fact is that pedagogy should be in constant contact with the general level of development of human civilization.
Το γεγονός είναι ότι η παιδαγωγική θα πρέπει να είναι σε συνεχή επαφή με το γενικό επίπεδο της ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού.
For that reason, at the general level at which Marx argues,
Για το λόγο αυτό, στο γενικό επίπεδο στο οποίο επιχειρηματολογεί ο Μαρξ,
On the general level Tatlin was submissive,
Στο γενικό επίπεδο ήταν πειθήνιος,
Owing to the general level of class struggle,
Δεδομένου του γενικού επιπέδου της ταξικής πάλης,
In addition, general forces may result in changes in the general level of prices and therefore in the general purchasing power of money.
Επιπρόσθετα, γενικές συνθήκες μπορεί να προκαλούν αλλαγές στο γενικό επίπεδο τιμών και συνεπώς στη γενική αγοραστική δύναμη του χρήματος.
Org/wiki/Inflation- In economics, inflation is a rise in the general level of prices of goods and services in an economy over a period of time.
Org- Πληθωρισμός- Πληθωρισμός είναι η συνεχής αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών μιας οικονομίας μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
helps to raise the general level of Health of the population.
συμβάλλει στην άνοδο του γενικού επιπέδου Υγείας του πληθυσμού.
Lougheed does point out that the general level of relationship quality reported in the study was relatively high,
Η Λόγκχιντ, ωστόσο, παρατήρησε ότι γενικότερα το επίπεδο της ποιότητας των σχέσεων στο δείγμα της μελέτης, ήταν αρκετά υψηλό
Lougheed does, however, note that the general level of relationship quality was relatively high in their sample,
Η Λόγκχιντ, ωστόσο, παρατήρησε ότι γενικότερα το επίπεδο της ποιότητας των σχέσεων στο δείγμα της μελέτης, ήταν αρκετά υψηλό
can it constitute valid grounds for reducing the general level of protection afforded to workers in the field covered by this Directive.
να συνιστά βάσιμη δικαιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στα πεδία που καλύπτει η παρούσα οδηγία.
Specifically, Lougheed said the general level of relationship quality was relatively high in their sample,
Η Λόγκχιντ, ωστόσο, παρατήρησε ότι γενικότερα το επίπεδο της ποιότητας των σχέσεων στο δείγμα της μελέτης, ήταν αρκετά υψηλό
Lougheed does, however, note that the general level of relationship quality was relatively high in their sample, and that physical contact
Ωστόσο, η Lougheed σημειώνει ότι γενικά το επίπεδο ποιότητας της σχέσης ήταν σχετικά υψηλό στις συμμετέχουσες που χρησιμοποίησαν στη δοκιμή τους
market developments to a greater extent than higher-rated securities which react primarily to fluctuations in the general level of interest rates.
των αγορών σε μεγαλύτερο βαθμό από ό, τι στους τίτλους υψηλότερης αξιολόγησης, οι οποίοι αντιδρούν κυρίως στις διακυμάνσεις του γενικού επιπέδου των επιτοκίων.
Lougheed does point out that the general level of relationship quality reported in the study was relatively high,
Η Lougheed σημειώνει ότι γενικά το επίπεδο ποιότητας της σχέσης ήταν σχετικά υψηλό στις συμμετέχουσες που χρησιμοποίησαν στη δοκιμή τους
Results: 167, Time: 0.0448

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek