THE LEVEL OF KNOWLEDGE in Greek translation

[ðə 'levl ɒv 'nɒlidʒ]
[ðə 'levl ɒv 'nɒlidʒ]
το επίπεδο γνώσης
το επίπεδο των γνώσεων
το επίπεδο γνώσεων
του επιπέδου γνώσεων
το επίπεδο της γνώσης
του επιπέδου γνώσης

Examples of using The level of knowledge in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
profile of the candidate's specialized interest, the level of knowledge of the subject of Hussite theology in the scope of a final university examination.
το προφίλ του εξειδικευμένου ενδιαφέροντος του υποψήφιου, το επίπεδο γνώσης του αντικειμένου της θεολογίας της hustis στο πλαίσιο μιας τελικής πανεπιστημιακής εξέτασης.
advancing the level of education, the level of knowledge.
ανεβάζοντας το επίπεδο της παιδείας, το επίπεδο των γνώσεων.
The level of knowledge of the trainer you could tell that he has a lot of training experience.
Το επίπεδο της γνώσης του εκπαιδευτή θα μπορούσατε να πείτε ότι έχει πολλή εμπειρία κατάρτισης.
Companies want to upgrade the level of knowledge of their employees aiming at increasing their efficiency.
Σε εταιρίες που θέλουν να αναβαθμίσουν το επίπεδο γνώσεων των υπαλλήλων τους με σκοπό την αύξηση της αποδοτικότητας τους.
Ensuring that students from among foreign citizens achieve the level of knowledge and skills necessary for the further development of professional educational programs in Russian language;
Εξασφάλιση της επίτευξης από τους ξένους σπουδαστές του επιπέδου γνώσεων, δεξιοτήτων που είναι απαραίτητες για την περαιτέρω ανάπτυξη επαγγελματικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα ρωσικά.
The committee can certainly be of help in increasing the level of knowledge in this difficult area.
Επιτροπή μπορεί ασφαλώς να βοηθήσει στην αύξηση του επιπέδου γνώσης του δύσκολου αυτού τομέα.
it is also important to know the level of knowledge of the subject of his interlocutor.
είναι επίσης σημαντικό να γνωρίζουμε το επίπεδο γνώσης του θέματος του συνομιλητή του.
in the teaching process; it is entirely dependent on the level of knowledge and interest of the individual professor.
η ένταξή τους στο μάθημα εξαρτάται εξ' ολοκλήρου από το επίπεδο των γνώσεων και το ενδιαφέρον του κάθε εκπαιδευτικού.
Most often, the level of knowledge taught at school does not depend on whether it is private
Πιο συχνά το επίπεδο της γνώσης που διδάσκεται στο σχολείο δεν εξαρτάται από το αν είναι ιδιωτικό ή δημόσιο,
The level of knowledge and skills demonstrated by UNICERT ADVANCED certificate comprises advanced features of Microsoft Office applications that boost productivity.
Το επίπεδο γνώσεων που αποδεικνύει η κατοχή του πιστοποιητικού UNICERT ADVANCED περιλαμβάνει προχωρημένα χαρακτηριστικά των εφαρμογών αυτοματισμού γραφείου, τα οποία αυξάνουν την παραγωγικότητα.
to increase the level of knowledge about the specific characteristics
αύξηση του επιπέδου γνώσεων σχετικά με τις ιδιαιτερότητες
The first lesson is entirely dedicated to assessing the level of knowledge of the students and the time division.
Το πρώτο μάθημα είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην αξιολόγηση του επιπέδου γνώσης των μαθητών και του χρονικού διαχωρισμού.
hence there are specific language requirements to secure the level of knowledge in English.
συνεπώς υπάρχουν ειδικές γλωσσικές απαιτήσεις για να εξασφαλιστεί το επίπεδο γνώσης στα αγγλικά.
Candidates must possess hauliers the level of knowledge and practical skills required to run a transport company.
Οι υποψήφιοι οδικοί μεταφορείς πρέπει να διαθέτουν το επίπεδο γνώσεων και πρακτικών ικανοτήτων που είναι αναγκαίο για να διευθύνουν μια επιχείρηση μεταφορών.
The level of knowledge was assessed in two categories using the mean knowledge score as cut off point.
Το επίπεδο της γνώσης καθορίστηκε σε δύο κατηγορίες χρησιμοποιώντας τον μέσο όρο της γνώσης ως βάση.
reducing inequalities and raising the level of knowledge, skills and competences in society.
στη μείωση των ανισοτήτων και στην άνοδο του επιπέδου γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων.
to check the level of knowledge of each student individually.
να ελέγχει το επίπεδο γνώσης του κάθε μαθητή ξεχωριστά.
In order to allow notified bodies to perform their work properly, the level of knowledge and competence of the personnel should be guaranteed at all times.
Για να είναι δυνατή η εύρυθμη εκτέλεση του έργου των τεχνικών υπηρεσιών, το επίπεδο γνώσεων, επάρκειας και ανεξαρτησίας του προσωπικού τους θα πρέπει να διασφαλίζεται πάντοτε.
Textile technology is a combination of various parameters that reflect the level of knowledge and skills of the culture that produces them.
Η τεχνολογία του υφάσματος είναι ένας συνδυασμός πολλών διαφορετικών παραμέτρων που υποδεικνύουν το επίπεδο της γνώσης και των ικανοτήτων στο οποίο έχει φτάσει ένας πολιτισμός ως προς την κατασκευή υφασμάτων.
hence there are specific language requirements to secure the level of knowledge in English.
συνεπώς υπάρχουν ειδικές γλωσσικές απαιτήσεις για να εξασφαλιστεί το επίπεδο γνώσης στα αγγλικά.
Results: 104, Time: 0.0478

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek