TO CONTINUE TO EXIST in Greek translation

[tə kən'tinjuː tə ig'zist]
[tə kən'tinjuː tə ig'zist]
να συνεχίσουν να υπάρχουν
να συνεχίσουν να υφίστανται
να συνεχίσουμε να υπάρχουμε
να εξακολουθήσει να υφίσταται

Examples of using To continue to exist in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
three distinctive Boss through which you have to improve your tower to continue to exist.
Boss τρία χαρακτηριστικά μέσω των οποίων θα πρέπει να βελτιώσει τον πύργο σας να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Or, rather, to hide inside mythical forms in order to continue to exist and endure.
Ή, μάλλον, να κρυφτώ μέσα σε μυθικές φόρμες, για να συνεχίσω να υπάρχω και να αντέχω.
one risks allowing them to continue to exist; and to see this class power reconstitute itself even after an apparent revolutionary process.
κινδυνεύουμε να τα αφήσουμε να συνεχίσουν να υπάρχουν, και να δούμε αυτή την ταξική εξουσία να ανασυγκροτείται ακόμα και ύστερα από μια εμφανώς επαναστατική πορεία.
one risks allowing them to continue to exist; and to see this class power reconstitute itself even after an apparent revolutionary process.
κινδυνεύουμε να τ' αφήσουμε να συνεχίσουν να υπάρχουν‘ και να δούμε την ταξική εξουσία να ανασυγκροτείται ακόμα και ύστερα από μια εμφανώς επαναστατική πορεία.
the state was allowed to continue to exist, with the class collaboration of the C.N.T leadership(in the name of antifascist unity)
υπήρχε μόνο στο όνομα, του επιτρέψαν να συνεχίσει να υπάρχει, με την ταξική συνεργασία της ηγεσίας της CNT(στο όνομα της αντιφασιστικής ενότητας)
Hence if we want to continue to exist, we have to take care not to destroy
Έτσι, εάν θέλουν να συνεχίζουν να υπάρχουν, οφείλουν να μην καταστρέφουν ούτε να ρυπαίνουν, μα αντιθέτως,
they are an indispensable part of it, they are the breath itself that allows the actors-seasons to continue to exist».
είναι η ίδια η πνοή που επιτρέπει στους ηθοποιούς-εποχές να συνεχίζουν να υπάρχουν» αναφέρει ο Νίκος Γαλενιανός.
world economy began to crash, and to continue to exist in increasingly diminished form until 2011 when the Kermit Project at Columbia University was finally canceled.
η παγκόσμια οικονομία άρχισε να συντριβή, και να συνεχίσει να υφίσταται όλο και περισσότερο μειωμένη μορφή μέχρι το 2011, όταν ο Κέρμιτ Έργου στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια ήταν τελικά ακυρώθηκε.
Experts, however, are divided over whether it is scientifically possible for alligators to continue to exist in the sewers, so a MonsterQuest team sets out to search for modern evidence of these monsters
Οι ειδικοί, ωστόσο, είναι διχασμένοι ως προς το κατά πόσο είναι επιστημονικά δυνατό για τους αλιγάτορες να συνεχίσουν να υπάρχουν στο αποχετευτικό δίκτυο, έτσι μια ομάδα ερπετολόγων καθορίζει την αναζήτηση για τις σύγχρονες αποδείξεις
which intend to safeguard the capacity of public operators to continue to exist without their ability to compete
που επιδιώκουν να διασφαλίσουν τη δυνατότητα των δημόσιων φορέων να συνεχίσουν να υπάρχουν χωρίς να αμφισβητείται περιοδικά,
If we have allowed the Turkish government to continue to exist in Europe, it is because that government,
Αν έχουμε επιτρέψει στην τουρκική κυβέρνηση να συνεχίσει να υπάρχει στην Ευρώπη, είναι
they need an enemy of the United States to continue to exist,” said Suzanne DiMaggio,
χρειάζονται ο εχθρός των Ηνωμένων Πολιτειών να συνεχίσει να υπάρχει", δήλωσε η Σούζαν Ντιμάτζιο,
the state was allowed to continue to exist, with the class collaboration of the C.N.T leadership(in the name of antifascist unity)
επετράπηκε στο κράτος να συνεχίσει να υπάρχει, ενώ η ταξική συνεργασία που προώθησε η ηγεσία της CNT(στο όνομα της αντιφασιστικής ενότητας)
to face the question whether the state is to continue to exist or not.
να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο το θέμα εάν το κράτος πρόκειται να συνεχίσει να υπάρχει ή όχι.
may allow it to continue to exist until Parliament's next constitutive sitting,
μπορεί να της επιτρέψει να συνεχίσει να υφίσταται έως την επόμενη συνεδρίαση του Κοινοβουλίου για τη συγκρότησή του σε σώμα,
are likely to continue to exist for the foreseeable future.
είναι δυνατόν να συνεχίσουν να υφίστανται κατά το προβλεπτό μέλλον.
are likely to continue to exist for the foreseeable future;
είναι πιθανόν να συνεχίσουν να υφίστανται στο προβλέψιμο μέλλον,
By Article 1(e), the conservation status of a natural habitat is to be taken as‘favourable' when, inter alia, the natural range and areas it covers within that range are stable or increasing and the specific structure and functions which are necessary for its long-term maintenance exist and are likely to continue to exist for the foreseeable future.
Κατά το άρθρο 1, στοιχείο ε΄, η κατάσταση της διατήρησης ενός φυσικού οικοτόπου θεωρείται«ικανοποιητική», όταν, μεταξύ άλλων, η περιοχή της φυσικής κατανομής του και οι εκτάσεις που περιέχει μένουν σταθερές ή αυξάνονται και η δομή και οι ειδικές λειτουργίες που απαιτούνται για τη μακροπρόθεσμη συντήρησή του υφίστανται και είναι δυνατόν να συνεχίσουν να υφίστανται κατά το προβλεπτό μέλλον.
are likely to continue to exist for the foreseeable future.
είναι δυνατόν να συνεχίσουν να υφίστανται κατά το προβλεπτό μέλλον.
First, they have to continue to exist.
Πρώτον, να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Results: 3477, Time: 0.0473

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek