ΑΚΟΛΟΎΘΗΣΕ in English translation

followed
ακολούθησέ
παρακολούθηση
συνέχεια
εξής
ακολουθήστε
να τηρούν
ensued
προκύψει
ακολουθήσει
pursued
επιδίωξη
καταδιώκουν
συνέχιση
επιδιώκουν
ακολουθούν
συνεχίσει
κυνηγούν
ασκούν
καταδιώξει
αναζητούν
took
πάω
πάρτε
λαμβάνουν
ρίξτε
χρειάζονται
μεταφέρει
κάντε
βγάλε
διαρκέσει
πάει
went
πήγαινε
να φύγω
μεταβείτε
κινήσει
να μπω
μετάβαση
θα πάω
να προχωρήσουμε
να συνεχίσω
πηγαινε
subsequent
μετέπειτα
συνέχεια
εν συνεχεία
επόμενες
μεταγενέστερη
επακόλουθη
ακολούθησαν
διαδοχικές
joined
συμμετοχή
μαζί
εγγραφή
εγγραφείτε
ελάτε
παρέα
ενώνουν
ενταχθούν
συνδεθείτε
γίνετε μέλος
follow
ακολούθησέ
παρακολούθηση
συνέχεια
εξής
ακολουθήστε
να τηρούν
following
ακολούθησέ
παρακολούθηση
συνέχεια
εξής
ακολουθήστε
να τηρούν
follows
ακολούθησέ
παρακολούθηση
συνέχεια
εξής
ακολουθήστε
να τηρούν
ensuing
προκύψει
ακολουθήσει
go
πήγαινε
να φύγω
μεταβείτε
κινήσει
να μπω
μετάβαση
θα πάω
να προχωρήσουμε
να συνεχίσω
πηγαινε
taken
πάω
πάρτε
λαμβάνουν
ρίξτε
χρειάζονται
μεταφέρει
κάντε
βγάλε
διαρκέσει
πάει
take
πάω
πάρτε
λαμβάνουν
ρίξτε
χρειάζονται
μεταφέρει
κάντε
βγάλε
διαρκέσει
πάει
join
συμμετοχή
μαζί
εγγραφή
εγγραφείτε
ελάτε
παρέα
ενώνουν
ενταχθούν
συνδεθείτε
γίνετε μέλος

Examples of using Ακολούθησε in Greek and their translations into English

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Αυτή ακολούθησε το απαγορευμένο μονοπάτι.
She took the forbidden path.
Ένας αγώνας ακολούθησε μεταξύ τους.
A struggle ensued between them.
Ο Σαπώρης Β' ακολούθησε σκληρή ανελαστική θρησκευτική πολιτική.
Shapur II pursued a harsh religious policy.
Ακολούθησε το νυχτερινό κέντρο10:34.
Followed to the nightclub10:34.
Αξιολόγηση των δεξιοτήτων: Αξιολόγηση των δεξιοτήτων με ανάδραση που ακολούθησε.
Skills assessment: Evaluation of skills with subsequent feedback.
Ακολούθησε τα κόκκινα βελάκια και συνάντησε τον κρυφό Βαλεντίνο σου".
Follow the red arrows to meet your secret Valentine".
Η Κόρα τον ακολούθησε, πρώτα στη Ρουμανία
Cora went with him, first to Romania
Ο Νεμάνια τους ακολούθησε, ξεκινώντας μια επίθεση κατά της παραθαλάσσιας πόλης του Κότορ.
Nemanja joined them, launching an offensive towards the coastal city of Kotor.
Ο σύζυγος ακολούθησε τις συμβουλές του ιατρού.
The husband took the doctor's advice.
Και φυσικά ακολούθησε η δημόσια κατακραυγή.
Of course, public outcry ensued.
Ακολούθησε μια αποτυχημένη καριέρα στην"θεωρητική
Pursued an unsuccessful career in"theoretical
Ο Χάρβεϊ ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του.
Harvie followed in his father's footsteps.
Όπως αποδείχτηκε, το εύκολο χρήμα ήταν προσιτό σε ολόκληρη την περίοδο που ακολούθησε.
As it turned out, easy money was made available throughout the entire subsequent period.
Ακολούθησε τα χνάρια του αδερφού σου.
Following in His Brother's Footsteps.
Ακολούθησε το άσπρο κουνέλι στον κόσμο της φιλοσοφίας.
Follow the white rabbit into the world of philosophy.
Η Μαρία ακολούθησε τον σύζυγό της!
Mary went after her friend!
Η ιστορία ακολούθησε τη γραμμή της μικρότερης αντίστασης.
History took the line of least resistance.
Πιστεύεται ότι ο Πάουλ ακολούθησε τον αδελφό του στη Ρώμη γύρω
It is believed Paul joined his brother in Rome around
Μια GRAPPLE ακολούθησε Ανάμεσα σε μένα και ΤΟΥΣ.
A grapple ensued between me and them.
Ο Nelson ακολούθησε επίπονα τη μέθοδο πειραματισμού του.
Nelson then doggedly pursued his method of experimentation.
Results: 15374, Time: 0.0654

Ακολούθησε in different Languages

Top dictionary queries

Greek - English