Examples of using Αναγκάστηκε να φύγει in Greek and their translations into English
{-}
-
Colloquial
-
Official
-
Medicine
-
Ecclesiastic
-
Financial
-
Official/political
-
Computer
Η οικογένειά της αναγκάστηκε να φύγει όταν το σπίτι τους βομβαρδίστηκε.
Αναγκάστηκε να φύγει από την Ισπανία για πολιτικούς λόγους.
Όπου και αναγκάστηκε να φύγει λόγω του πολέμου.
Αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα πριν από δύο χρόνια…
Αναγκάστηκε να φύγει.
Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του και βρήκε καταφύγιο στο Conian Sultanate.
Ο Πρόεδρος αναγκάστηκε να φύγει από το Παρίσι.
Αναγκάστηκε να φύγει για να βρει ένα ασφαλές μέρος για εμάς.
Αναγκάστηκε να φύγει στη Σουηδία… Προσποιήθηκε ότι είναι μέλος της Νορβηγικής αντίστασης.
Αναγκάστηκε να φύγει από την Γερμανία τη δεκαετία του 1930.
Αναγκάστηκε να φύγει από την ισπανία με τη νίκη του Φράνκο.
Αναγκάστηκε να φύγει με όλη την οικογένειά του.
Αναγκάστηκε να φύγει.- Αναγκάστηκε; .
Αποκλειστική αναγκάστηκε να φύγει.
Αργότερα, το 1947, αναγκάστηκε να φύγει εξόριστη για το Παρίσι.
Αναγκάστηκε να φύγει από την κοινότητα.
Κάποια στιγμή αναγκάστηκε να φύγει.
Το 1933 αναγκάστηκε να φύγει από τη Γερμανία.
Δεν ξέρετε τον αληθινό λόγο που αναγκάστηκε να φύγει απ'τη Χαράπα.
Έτσι αναγκάστηκε να φύγει για την Ευρώπη.