ΑΝΑΓΚΆΣΤΗΚΕ ΝΑ ΦΎΓΕΙ in English translation

had to leave
πρέπει να φύγουν
πρέπει να αφήσουν
πρέπει να εγκαταλείψουν
πρέπει να αποχωρήσουν
χρειαστεί να φύγει
αναγκάζονται να φύγουν
αναγκαστώ να αφήσω
υποχρεωμένοι να αφήσουν
χρειαστεί να αφήσουμε
χρειαστεί να εγκαταλείψει
had to flee
αναγκάζονται να φύγουν
αναγκάζονται να εγκαταλείψουν
πρέπει να εγκαταλείψουν
πρέπει να φύγει
was forced to escape
she was forced to retire
was compelled to leave

Examples of using Αναγκάστηκε να φύγει in Greek and their translations into English

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Η οικογένειά της αναγκάστηκε να φύγει όταν το σπίτι τους βομβαρδίστηκε.
He was forced to leave when his house was bombed.
Αναγκάστηκε να φύγει από την Ισπανία για πολιτικούς λόγους.
He had to leave Spain for political reasons.
Όπου και αναγκάστηκε να φύγει λόγω του πολέμου.
He had to flee due to war.
Αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα πριν από δύο χρόνια…
He was forced to flee the country two years ago
Αναγκάστηκε να φύγει.
Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του και βρήκε καταφύγιο στο Conian Sultanate.
He was forced to flee his native country and found shelter in the Conian Sultanate.
Ο Πρόεδρος αναγκάστηκε να φύγει από το Παρίσι.
Rulings of the court he was forced to leave Paris.
Αναγκάστηκε να φύγει για να βρει ένα ασφαλές μέρος για εμάς.
She had to flee in search of a safe place for us.
Αναγκάστηκε να φύγει στη Σουηδία… Προσποιήθηκε ότι είναι μέλος της Νορβηγικής αντίστασης.
He fled to Sweden, pretended to be a member of the Norwegian resistance.
Αναγκάστηκε να φύγει από την Γερμανία τη δεκαετία του 1930.
He was forced to flee Germany in the 1930s.
Αναγκάστηκε να φύγει από την ισπανία με τη νίκη του Φράνκο.
She was forced to leave Spain with the triumph of Franco.
Αναγκάστηκε να φύγει με όλη την οικογένειά του.
He fled with the whole family.
Αναγκάστηκε να φύγει.- Αναγκάστηκε;.
Αποκλειστική αναγκάστηκε να φύγει.
Exclusive forced to flee.
Αργότερα, το 1947, αναγκάστηκε να φύγει εξόριστη για το Παρίσι.
Later on, in 1947, she was forced to leave for Paris in exile.
Αναγκάστηκε να φύγει από την κοινότητα.
He had to flee the community.
Κάποια στιγμή αναγκάστηκε να φύγει.
At some point, he had to leave.
Το 1933 αναγκάστηκε να φύγει από τη Γερμανία.
In 1933 she had to leave Germany.
Δεν ξέρετε τον αληθινό λόγο που αναγκάστηκε να φύγει απ'τη Χαράπα.
You do not know the real reason why he was forced to leave Harappa.
Έτσι αναγκάστηκε να φύγει για την Ευρώπη.
Because of that she had to flee to Europe.
Results: 198, Time: 0.0352

Word-for-word translation

Top dictionary queries

Greek - English