Examples of using Κουραστική in Greek and their translations into English
{-}
-
Colloquial
-
Official
-
Medicine
-
Ecclesiastic
-
Financial
-
Official/political
-
Computer
Λίγο κουραστική, αλλά όλα καλα.
Γνωρίζω πόσο κουραστική μπορεί να είναι.
Απλά ήταν μια πολύ κουραστική ημέρα, ξέρεις;?
Πέρα από αυτό και η διαδικασία μερικές φορές είναι κουραστική.
Δηλαδή σήμερα ήταν πολύ κουραστική ημέρα.
Ήταν… μεγάλη και… κουραστική.
Είναι κουραστική δουλειά, αλλά αξίζει ο κόπος.
Ιδανικό μετά από κουραστική εργασία ή έντονη φυσική άσκηση.
Αυτή η μέρα ήταν πολύ κουραστική αλλά τελείωσε με ένα ωραίο γεύμα.
Ηταν κουραστική νύχτα.
Ήταν κουραστική μέρα, γάτα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι κουραστική για το ζευγάρι που εμπλέκονται.
Η κατάσταση άρχισε να γίνεται δυσάρεστη και κουραστική.
Η φροντίδα ενός παιδιού μπορεί να είναι κουραστική και εξαντλητική κατά περιόδους.
Επίλυση με μη αυτόματο τρόπο αυτό το ζήτημα μπορεί να είναι δύσκολη και κουραστική.
Συνεχή και απερίγραπτα κουραστική επανάληψη.".
Έχουμε κουραστική μέρα σήμερα.
Η δουλειά είναι κουραστική αλλά πληρώνομαι καλά.
Ήταν κουραστική μέρα και διψάω.
Ήταν εργασία κουραστική και μονότονη.