ΚΟΥΡΑΣΤΙΚΉ in English translation

tedious
κουραστική
βαρετό
ανιαρή
επίπονη
πληκτική
δύσκολο
βαρετο
κοπιώδης
tiring
λάστιχο
ροδών
ρόδα
ελαστικών
κουράζονται
βαρεθεί
λάστιχό
exhausting
εξάτμιση
εξαγωγή
εξάντληση
καυσαέριο
εξαντλήσει
εξαερισμού
long
πολύ
μήκος
ώρα
διάστημα
λονγκ
διάρκεια
μακρά
καιρό
μεγάλη
μακροχρόνια
tiresome
κουραστικός
βαρετή
ενοχλητική
κουραστικο
busy
δουλειά
πολυάσχολες
απασχολημενος
πολυάσχολης
απασχολημενη
απασχολημένος
πολυάσχολη
πολυσύχναστο
γεμάτη
φορτωμένο
stressful
αγχωτική
αγχωτικές
στρεσογόνες
άγχος
στρεσογόνα
αγχωτικά
στρεσογόνο
στρες
αγχωτικών
στρεσογόνων
boring
έφερε
γέννησε
βαρετός
άντεξε
είχε
οπή
εγεννησεν
βάσταξε
διαμετρήματος
βάσταζαν
hard
σκληρός
πολύ
δύσκολος
πιο σκληρά
δυσκολο
δυνατά
το hard
βαριά
wearisome
κουραστική
επίπονη

Examples of using Κουραστική in Greek and their translations into English

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Λίγο κουραστική, αλλά όλα καλα.
A little boring, but it's all good.
Γνωρίζω πόσο κουραστική μπορεί να είναι.
I know how exhausting she can be.
Απλά ήταν μια πολύ κουραστική ημέρα, ξέρεις;?
Just been a really long day, you know?
Πέρα από αυτό και η διαδικασία μερικές φορές είναι κουραστική.
Plus, sometimes the process is tiresome.
Δηλαδή σήμερα ήταν πολύ κουραστική ημέρα.
I Mean, Today Was A Really Stressful Day.
Ήταν… μεγάλη και… κουραστική.
It was long and… Tedious.
Είναι κουραστική δουλειά, αλλά αξίζει ο κόπος.
Being a farmer is hard work, but worth the effort.
Ιδανικό μετά από κουραστική εργασία ή έντονη φυσική άσκηση.
Ideal after a busy work or strenuous exercise.
Αυτή η μέρα ήταν πολύ κουραστική αλλά τελείωσε με ένα ωραίο γεύμα.
The date was extremely boring but she ended up getting a very nice dinner.
Ηταν κουραστική νύχτα.
It was a tiring night.
Ήταν κουραστική μέρα, γάτα.
It's been a long day, cat.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι κουραστική για το ζευγάρι που εμπλέκονται.
No doubt, it is exhausting for the couple involved.
Η κατάσταση άρχισε να γίνεται δυσάρεστη και κουραστική.
The situation became unpleasant and tiresome.
Η φροντίδα ενός παιδιού μπορεί να είναι κουραστική και εξαντλητική κατά περιόδους.
Parenting a teenager can be stressful and exhausting at times.
Επίλυση με μη αυτόματο τρόπο αυτό το ζήτημα μπορεί να είναι δύσκολη και κουραστική.
Resolving this issue manually can be difficult and tedious.
Συνεχή και απερίγραπτα κουραστική επανάληψη.".
Constant and unutterably wearisome repetition.".
Έχουμε κουραστική μέρα σήμερα.
Got a busy day today.
Η δουλειά είναι κουραστική αλλά πληρώνομαι καλά.
The job is hard, but I get paid fairly well.
Ήταν κουραστική μέρα και διψάω.
This has been a long day, and I'm thirsty.
Ήταν εργασία κουραστική και μονότονη.
It was boring and monotonous work.
Results: 1127, Time: 0.0714

Κουραστική in different Languages

Top dictionary queries

Greek - English