Examples of using Πάω in Greek and their translations into English
{-}
-
Colloquial
-
Official
-
Medicine
-
Ecclesiastic
-
Financial
-
Official/political
-
Computer
Θα σε πάω στο κοντινότερο μοτέλ.
Πάω να τον ταϊσω.
Θα σε πάω για ψώνια με δικά μας έξοδα.
Πάω να μας φέρω κάτι να πιούμε.
Μάλλον θα πάω σπίτι στη Ρόρι.
Τα πάω καλά με τα ζώα, κύριε.
Πάω να πάρω το παλτό μου.
Θα πάω να… βάλω ένα ποτηράκι νερό.
Πάω με τον Χότζες.
Πάω να ελέγξω, εσύ μείνε εδώ.
Θα σε πάω στο σπίτι του μπαμπά σου.
Πάω να του τα δώσω.
Θα τον πάω για παπούτσια το επόμενο Σάββατο.
Καθηγητά, θα πάω με την Διευθύντρια.
Πάω στο αφεντικό τους ανθρώπους γύρω πάλι.
Εγώ θα πάω σαν το γέροντα χειμώνα.
Θα πάω να τη φωνάξω.
Πάω σπίτι να κοιμηθώ♪.
Πάω να σου βάλω άλλο ένα ποτό.
Πάω στο μπακάλικο στη γωνία.