Examples of using Πρέπει να τηλεφωνήσω in Greek and their translations into English
{-}
-
Colloquial
-
Official
-
Medicine
-
Ecclesiastic
-
Financial
-
Official/political
-
Computer
Πρέπει να τηλεφωνήσω στα παιδιά μου.
Πρέπει να τηλεφωνήσω στο ΑΡ και στο Post.
Πρέπει να τηλεφωνήσω σε κάποιον.
Πρέπει να της τηλεφωνήσω αύριο πρωί-πρωί.
Μα πρέπει να τηλεφωνήσω σε δικηγόρο!
Πρέπει να τηλεφωνήσω στην Πρεσβεία.
Πρέπει να τηλεφωνήσω στην μπέιμπι σίτερ.
Θεέ μου, πρέπει να τηλεφωνήσω στην Πάτυ.
Πρέπει να τηλεφωνήσω στη Γενεύη για τους λογαριασμούς μου.
Κάρλα, πρέπει να τηλεφωνήσω στον άντρα σου.
Α Μαλακία, πρέπει να τηλεφωνήσω στο γραφείο.
Πρέπει να τηλεφωνήσω στον τύπο στο ξενοδοχείο.
Πρέπει να τηλεφωνήσω στη δικηγόρο μου τώρα.
Πρέπει να τηλεφωνήσω την Κριστίν.
Πρέπει να τηλεφωνήσω στον Έρικ.
Ίσως πρέπει να της τηλεφωνήσω.
Πρέπει να τηλεφωνήσω στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου.
Μα, πρέπει να τηλεφωνήσω.
Πρέπει να τηλεφωνήσω στο Στρατηγό Τίλλετ, άμεσα.
Πρέπει να τηλεφωνήσω στον Σκάνλον.