Examples of using Τα πράγματα αλλάζουν in Greek and their translations into English
{-}
-
Colloquial
-
Official
-
Medicine
-
Ecclesiastic
-
Financial
-
Official/political
-
Computer
Εδώ όμως τα πράγματα αλλάζουν όσο αφορά τον εξοπλισμό.
Τα πράγματα αλλάζουν με την επικράτηση του χριστιανισμού.
Μεγκ, τα πράγματα αλλάζουν.
Σε σοβαρή υποθερμία, τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά.
Τα πράγματα αλλάζουν και στο Μίραμαρ;?
Τα πράγματα αλλάζουν, ξέρεις.
Ναι, τα πράγματα αλλάζουν, Γκλεν, λιγάκι.
Um, τα πράγματα αλλάζουν.
Τα πράγματα αλλάζουν μετά το γάμο.
Τα πράγματα αλλάζουν Μαίρη.
Τα πράγματα αλλάζουν.
Τα πράγματα αλλάζουν, Νταϊάν.
Θεραπεία, τα πράγματα αλλάζουν.
Τα πράγματα αλλάζουν, Κλέι.
Από την ερχόμενη σχολική χρονιά όμως, τα πράγματα αλλάζουν.
Τα πράγματα αλλάζουν Ντώσον.
Στον δημόσιο τομέα τα πράγματα αλλάζουν.
Τα πράγματα αλλάζουν, Λόλα.
Στην τρίτη στροφή λοιπόν, τα πράγματα αλλάζουν.