ΤΡΈΜΟΝΤΑΣ in English translation

trembling
τρέμουν
τρέμει
τρέμετε
τρέμουλο
σειστεί
τρέμω
τρεμπλ
τρέμπλ
φρίττουν
έτρεμαν
shaking
ανακινήστε
κούνημα
ρόφημα
ανακινείστε
τινάξτε
σέικ
ανακινείτε
τρέμουν
ανακινούμε
κουνημάτων
shivering
ρίγος
τρέμουν
να ανατριχιάσει
ανατριχίλα
το shiver
να τρέμετε
τρέμει
ριγούν
dreading
τρέμουν
φόβο
τρόμο
φοβούνται
φοβερό
τρομερό
ο dread
τρέμω
τρομος
tremblingly
τρέμοντας
flickering
τρεμόπαιγμα
τρεμούλιασμα
τρεμοπαίζει
τρεμοπαίζουν
φλίκερ
τρεμουλιασμάτων
αναβοσβήνουν
τρεμοπαίγματος
τρεμοπαίξιμο
τρεμοσβήνουν
fear
φόβος
φοβία
φοβος
τρόμος
φοβούνται

Examples of using Τρέμοντας in Greek and their translations into English

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Τουλάχιστον θα πεθάνω, κάνοντας αυτό που αγαπώ περισσότερο. Τρέμοντας μέσα σε μια σπηλιά.
At least I die… doing what I love most, shivering in cave.
Που γρήγορα έγιναν αναποφάσιστα, τρέμοντας σαν φύλλα.
Whom quickly became undecided, trembling like leaves.
Ιδρώνοντας από έξω, τρέμοντας μέσα.
Sweating on the outside shaking on the inside.
εγώ έμεινα πίσω, τρέμοντας από φόβο.
while I lagged behind shivering with fear.
σίτος στέκει σε περίττωμα τρέμοντας.
wheat stands in excrement trembling.
Είδα πάλι εκείνη την πόρτα της θυρίδας!», φώναξε με αγωνία, τρέμοντας ανεξέλεγκτα.
I saw that locker door again!” he cried in anguish, shaking uncontrollably.
Τι συμβαίνει;'' το Τείχος ρωτούσε, τρέμοντας.
What's happening?" the Wall asked, trembling.
απόλυτα τρομοκρατημένη, τρέμοντας, ήταν τόσο φοβισμένη.
absolutely horrified, shaking she's so frightened.
Με μόνο μια αφή του τρέμοντας χεριού του.
With just one touch of his trembling hand.
Και με ρώτησε η γυναίκα μου, τρέμοντας.
So my wife comes to me, shaking.
απόλυτα τρομοκρατημένη, τρέμοντας, ήταν τόσο φοβισμένη.
absolutely horrified, shaking- she was so frightened.
Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ήρθαν τρέμοντας από το φόβο.
Fifteen minutes later they came up, trembling with fear.
Η Άννα κάθισε στο γραφείο της, τρέμοντας από θυμό και νιώθοντας απόλυτα ταπεινωμένη.
Hannah sat at her desk, shaking with anger and feeling totally humiliated.
άσπρος και τρέμοντας.
white and trembling.
Η Ήρα βλέπει εφιάλτες… και ξυπνάει τρέμοντας με κλάματα.
Hera gets these nightmares. Wakes up crying and shaking.
Θα μπορούσα να πω από σας τρέμοντας χθες.
I could tell by your trembling yesterday.
Καθόμουν στο κάθισμά μου, τρέμοντας από τον φόβο.
I sat in my seat, shaking with fear.
Οι φίλοι μου συνέχισαν να περπατούν, ενώ εγώ έμεινα πίσω, τρέμοντας από φόβο.
My friends walked on- I stayed behind- trembling with fright.
Αμέσως ένας απ' τους κατώτερους αξιωματικούς μου ήρθε σε μένα τρέμοντας.
Immediately one of my subalterns came to me shaking.
Μου άρεσε να περιμένω για το ταχυδρομείο, τρέμοντας στον κήπο.
I loved waiting for the mail, trembling in the garden.
Results: 204, Time: 0.0511

Top dictionary queries

Greek - English