ABILITY TO COMMUNICATE in Greek translation

[ə'biliti tə kə'mjuːnikeit]
[ə'biliti tə kə'mjuːnikeit]
ικανότητα να επικοινωνούν
ικανότητα να επικοινωνείτε
ικανότητας επικοινωνίας
δυνατότητα να επικοινωνεί
ικανότητα να επικοινωνούμε
δυνατότητα να επικοινωνείτε
δυνατότητα να επικοινωνήσουν
δυνατότητας επικοινωνίας

Examples of using Ability to communicate in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
He has the ability to communicate with the dead.
Την ικανότητα να επικοινωνεί με τους νεκρούς.
But above all it has been about the ability to communicate.
Κυρίως γύρω από τη δυνατότητα να επικοινωνεί.
The ability to communicate your ideas to others.
Η ικανότητα να επικοινωνούν τις ιδέες σας στους άλλους.
Ability to communicate in natural language.
Ικανότητα επικοινωνίας σε φυσική γλώσσα.
Besides email, there is the ability to communicate through Live Chat.
Πέραν του email, υπάρχει η δυνατότητα επικοινωνίας τόσο μέσω της Ζωντανής Συνομιλίας.
She has the ability to communicate with animals.
Έχει την ικανότητα να επικοινωνεί με ζώα.
Regardless of the age, the ability to communicate effectively is important.
Ανεξάρτητα από τον τομέα εργασίας μας, η ικανότητα να επικοινωνούμε αποτελεσματικά είναι απαραίτητη.
The ability to communicate with one another.
Την ικανότητα να επικοινωνούν μεταξύ τους.
The ability to communicate in a team is one of the mostimportant conditions.
Η ικανότητα επικοινωνίας σε μια ομάδα είναι μία από τις πιο σημαντικέςσημαντικές συνθήκες.
Ability to communicate effectively verbally and non-verbally.
Δυνατότητα επικοινωνίας αποτελεσματικά προφορικά και μη λεκτικά.
This condition blocks the ability to communicate with external users(Federated and PIC).
Αυτή η συνθήκη αποκλείει τη δυνατότητα να επικοινωνείτε με εξωτερικούς χρήστες(εξωτερικά και PIC).
This loses the ability to communicate simply because confused communication does not mean anything.
Αυτός χάνει την ικανότητα να επικοινωνεί απλά διότι η συγκεχυμένη επικοινωνία δεν σημαίνει τίποτα.
No matter what industry you work in, the ability to communicate effectively is essential.
Ανεξάρτητα από τον τομέα εργασίας μας, η ικανότητα να επικοινωνούμε αποτελεσματικά είναι απαραίτητη.
The ability to communicate ideas well
Η ικανότητα να επικοινωνούν τις ιδέες καλά
The ability to communicate with the world.
Η δυνατότητα επικοινωνίας με τον κόσμο.
Even newborns have the ability to communicate.
Ακόμα και το νεογέννητο έχει ικανότητα επικοινωνίας.
They had the ability to communicate.
Είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν.
They have the ability to communicate with spirits.
Την ικανότητα να επικοινωνεί με πνεύματα.
This will dramatically increase our life expectancies and ability to communicate telepathically.'.
Αυτό θα αυξήσει δραματικά την διάρκεια ζωής μας και την ικανότητα να επικοινωνούμε τηλεπαθητικά.
An ability to communicate effectively across differing audiences;
Την ικανότητα να επικοινωνούν αποτελεσματικά με διαφορετικά ακροατήρια.
Results: 440, Time: 0.056

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek