CONSUMER GOODS in Greek translation

[kən'sjuːmər gʊdz]

Examples of using Consumer goods in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Consumer goods(availability of food/daily consumption items, cars).
Καταναλωτικά αγαθά(διαθεσιμότητα των τροφίμων/ αντικείμενα καθημερινής κατανάλωσης, αυτοκίνητα, κ.λπ.).
The value of the consumer goods if there is no lack of discrepancy;
Την αξία του καταναλωτικού αγαθού, εάν δεν υπήρχε αναντιστοιχία.
Industrial and Consumer Goods.
Βιομηχανικών και καταναλωτικών προϊόντων.
Many buyers treated him as the next"Chinese consumer goods".
Πολλοί αγοραστές τον αντιμετώπισαν ως το επόμενο"κινεζικό καταναλωτικό αγαθό".
Unilever is the British-Dutch multinational consumer goods company.
Η Unilever είναι Αγγλο-Ολλανδική πολυεθνική εταιρεία καταναλωτικών αγαθών.
Home and consumer goods.
Consumer Goods& Healthcare.
Καταναλωτικά Αγαθά& ατροφαρκακευτικά.
The Nutrition& Care segment caters to the consumer goods, nutrition and health markets.
Ο τομέας Διατροφής& Φροντίδας εφοδιάζει τις αγορές καταναλωτικών προϊόντων, ειδών διατροφής και υγείας.
SARMED can handle any type of consumer goods.
Η SARMED καλύπτει τη διαχείριση κάθε είδους καταναλωτικού αγαθού.
Or maybe pensioners are not consumer goods?
Ή μήπως οι συντάξεις δεν είναι καταναλωτικό αγαθό;?
Basic consumer goods.
Των βασικών καταναλωτικών αγαθών.
And other consumer goods.
Και άλλα καταναλωτικά προϊόντα.
Gt; Buy consumer goods at the best prices.
Αγοράστε καταναλωτικά αγαθά στις καλύτερες τιμές.
Procter& Gamble is one of the world's largest consumer goods companies.
Η Procter& Gamble είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες καταναλωτικών προϊόντων παγκοσμίως.
Four stories of consumer goods.
Τέσσερις ιστορίες των καταναλωτικών αγαθών.
Latvia also produces consumer goods, textiles and machine tools.
Η Λετονία παράγει επίσης καταναλωτικά αγαθά, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και εργαλειομηχανές.
P&G is one of the world's largest consumer goods companies.
Η P&G είναι μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις καταναλωτικών προϊόντων παγκοσμίως.
Unilever is a British-Dutch transnational consumer goods company.
Η Unilever είναι Αγγλο-Ολλανδική πολυεθνική εταιρεία καταναλωτικών αγαθών.
Consumer goods, and design services.
Καταναλωτικά αγαθά, και υπηρεσίες σχεδίου.
There were no effects on the price of consumer goods.
Ούτε ενέχει σημαντικό αντίκτυπο στις τιμές των καταναλωτικών προϊόντων.
Results: 1542, Time: 0.0418

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek