OIL COMPANIES in Greek translation

[oil 'kʌmpəniz]
[oil 'kʌmpəniz]
πετρελαϊκές εταιρίες
εταιρείες πετρελαιοειδών
επιχειρήσεις πετρελαίου
πετρελαϊκές επιχειρήσεις
εταιρίες πετρελαιοειδών
πετρελαϊκών εταιριών
εταιρείες πετρελαίων
εταιριών πετρελαίου
επιχειρήσεων πετρελαίου
εταιρίες πετρελαίων
εταιρειών πετρελαιοειδών

Examples of using Oil companies in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Oil companies push to get a big pipeline approved.
Πετρελαϊκές εταιρείες πιέζουν για να αποκτήσουν μεγαλύτερο αγωγό.
Thus forcing oil companies to increase payments drastically.
Ο ΟΠΕΚ ανάγκασε τις εταιρείες πετρελαίου να αυξήσουν δραστικά τις πληρωμές.
The oil companies are reported to make more profits than any other industry on earth.
Οι εταιρείες πετρελαιοειδών βγάζουν περισσότερα κέρδη από οποιαδήποτε άλλη βιομηχανία.
One third of all oil companies were at risk of bankruptcy.
Το 1/3 των πετρελαϊκών εταιρειών κινδυνεύει με χρεοκοπία.
Oil companies ready to jockey for position in new Libya.
Οι πετρελαϊκές εταιρίες έτοιμες να κονταροχτυπηθούν για μια θέση στη νέα Λιβύη.
And the oil companies, the markets, the multinationals, the Americans.
Και οι πετρελαϊκές εταιρείες, οι αγορές, οι πολυεθνικές, οι Αμερικανοί.
For example oil companies.
The oil companies control everything.
Οι εταιρείες πετρελαίου ελέγχουν τα πάντα.
Will the oil companies be able to stop them?
Θα τα καταφέρουν οι εταιρείες πετρελαιοειδών να τα σταματή…?
Oil companies team up with politicians.
Εταιρειών Πετρελαίου με Πολιτικούς.
But the top managements of the oil companies are unhappy.
Όμως οι επικεφαλής των πετρελαϊκών εταιρειών είναι αισιόδοξοι.
Oil companies have also been affected.
Οι πετρελαϊκές εταιρίες επίσης θα ζημιωθούν.
First, oil companies needed a reason to oppose the ban.
Κατ' αρχάς, οι πετρελαϊκές εταιρείες χρειάζονταν έναν λόγο για να αντιταχθούν στην απαγόρευση.
No wonder the oil companies want to keep this to themselves.
Δεν είναι παράξενο που όλες οι εταιρίες πετρελαίου θέλουν να το κρατήσουν για τον εαυτό τους.
And American oil Companies.
Αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου.
Or the ability of large oil companies to write off their investment costs.
Ή την δυνατότητα των μεγάλων πετρελαϊκών εταιριών να απομειώνουν τα επενδυτικά τους κόστη.
Dear friends, I met the heads of the oil companies of the USA many times.
Αγαπητοί φίλοι, επανειλημμένα συναντήθηκα με σας, τους επικεφαλής των εταιρειών πετρελαίου της Αμερικής.
The interests of the oil companies.
Ενάντια στα συμφέροντα των πετρελαϊκών εταιρειών.
Oil companies have huge revenues.
Οι πετρελαϊκές εταιρίες συνεχίζουν να έχουν τεράστια έσοδα.
New York City sues five oil companies over climate change.
Η Νέα Υόρκη μηνύει πέντε πετρελαϊκές εταιρείες για τη συμβολή τους στην κλιματική αλλαγή.
Results: 1600, Time: 0.0432

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek