PROVIDING BASIC in Greek translation

[prə'vaidiŋ 'beisik]
[prə'vaidiŋ 'beisik]
παρέχοντας βασικές
παροχή βασικής
παρέχοντας βασικά
παρέχουν βασική

Examples of using Providing basic in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
The Respiratory Therapist is a critical member of the healthcare delivery system, providing basic and critical care to patients suffering from disorders of the respiratory system.
Ο Αναπνευστικός Θεραπευτής είναι ένα κρίσιμο μέλος του συστήματος παροχής υγειονομικής περίθαλψης, παρέχοντας βασική και κρίσιμη φροντίδα σε ασθενείς που πάσχουν από διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος.
A team reached Nippes department last evening to begin assessing the needs, providing basic medical care
Μια ομάδα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα έφτασε στην επαρχία Nippes, χθες το βράδυ για να αρχίσει άμεσα την εκτίμηση των αναγκών, παράλληλα παρέχοντας βασική ιατρική φροντίδα
involving subjects aimed at providing basic knowledge, during the first semesters,
περιλαμβάνοντας γνωστικά αντικείμενα που στοχεύουν στην παροχή βασικών γνώσεων, κατά τη διάρκεια των πρώτων εξαμήνων,
instead with an integral focus that contemplates providing basic security services,
με μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, η οποία περιλαμβάνει την παροχή βασικών υπηρεσιών ασφαλείας,
Vital programmes providing basic services such as health,
Τα ζωτικής σημασίας προγράμματα που παρέχουν βασικές υπηρεσίες όπως η υγεία,
help raise funds for the Church by providing basic Scientology books to interested friends,
βοηθούν στη συγκέντρωση πόρων για την Εκκλησία με την παροχή βασικών βιβλίων της Σαηεντολογίας σε ενδιαφερόμενους φίλους,
It could mean providing basic assistance such as grocery shopping
Αυτό μπορεί να σημαίνει την παροχή βασικής βοήθειας, όπως τα ψώνια
Based on a review of options, make proposals by 2011 that will make sure that public sector websites(and websites providing basic services to citizens)
Με βάση μια επανεξέταση των επιλογών, υποβολή προτάσεων μέχρι το 2011, η οποία θα εξασφαλίσει ότι οτι οι ιστότοποι του δημόσιου τομέα(και ιστοσελίδες που παρέχουν βασικές υπηρεσίες στους πολίτες)
two mini markets on the entire island, providing basic goods.
δύο μίνι μάρκετ σε ολόκληρο το νησί, παρέχοντας βασικά αγαθά.
Based on review of options made proposal by 2011, so this is now the work to do, that we will make sure that public sector Web sites, Web sites providing basic services to citizens are fully accessible before by 2015.
Με βάση μια επανεξέταση των επιλογών, υποβολή προτάσεων μέχρι το 2011, η οποία θα εξασφαλίσει ότι οτι οι ιστότοποι του δημόσιου τομέα(και ιστοσελίδες που παρέχουν βασικές υπηρεσίες στους πολίτες) είναι πλήρως προσβάσιμα από το 2015.
supporting circulation, providing basic or advanced life support,
την υποστήριξη της κυκλοφορίας, την παροχή βασικής ή προχωρημένης υποστήριξης της ζωής,
Most institutions providing basic education are maintained by local authorities, which are obligated
Διοίκηση- Οικονομικά Τα περισσότερα ιδρύματα που παρέχουν βασική εκπαίδευση τα διαχειρίζονται οι τοπικές αρχές(αυτοδιοίκηση),
limit speed, providing basic components for the development of high-speed and high-precision machine tools.
η ταχύτητα περιορισμού, παρέχοντας βασικά εξαρτήματα για την ανάπτυξη εργαλειομηχανών υψηλής ταχύτητας και υψηλής ακρίβειας.
medical staff told Amnesty International that there is only one hospital and two clinics providing basic medical care
το ιατρικό προσωπικό της δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι υπάρχει μόνο ένα νοσοκομείο και δύο κλινικές που παρέχουν βασική ιατρική περίθαλψη
from Social Security to food stamps, as serving the moral imperative of providing basic security to our fellow citizens and helping those in need.
ως μέσα εξυπηρέτησης ενός ηθικού προτάγματος: της παροχής βασικής ασφάλειας στους συμπολίτες μας και βοήθειας προς όσους βρίσκονται σε ανάγκη.
drawn upwards via a thermosiphoning system providing basic sanitation.
έλκεται προς τα άνω μέσω ενός συστήματος thermosiphoning παρέχει βασικές εγκαταστάσεις υγιεινής.
The Syrian Government has taken on the responsibility for providing basic utilities in the camps,
Ενώ η συριακή κυβέρνηση έχει αναλάβει την ευθύνη να παρέχει βασικές υποδομές στους προσφυγικούς καταυλισμούς,
The project not only aims at providing basic information related to savings,
Το έργο έχει ως στόχο όχι μόνο την παροχή βασικών πληροφοριών σχετικά με την αποταμίευση,
make proposals by 2011 that will make sure that public sector websites(and websites providing basic services to citizens)
έπειτα από επανεξέταση των επιλογών, θα υποβάλει έως το 2011 προτάσεις, ώστε να εξασφαλιστεί ότι ιστότοποι του δημόσιου τομέα(και ιστότοποι που παρέχουν βασικές υπηρεσίες στους πολίτες)
monitoring the patient closely, providing basic and advanced life support as quickly as possible,
τη στενή παρακολούθηση του ασθενούς, την παροχή βασικής και προχωρημένης υποστήριξης της ζωής το ταχύτερο δυνατό,
Results: 68, Time: 0.0433

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek