TO DEVELOP RELATIONSHIPS in Greek translation

[tə di'veləp ri'leiʃnʃips]
[tə di'veləp ri'leiʃnʃips]
να αναπτύξουν σχέσεις
για την ανάπτυξη σχέσεων
να αναπτύξουμε σχέσεις
να αναπτύξει σχέσεις
να αναπτύσσουν σχέσεις

Examples of using To develop relationships in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
More than 50% of marketers believe that taking the time to develop relationships with customers showed positive results in sales.
Πάνω από το 51% των εμπόρων ισχυρίστηκε ότι η λήψη του χρόνου για την ανάπτυξη σχέσεων με τους καταναλωτές έδειξε θετικά αποτελέσματα στις πωλήσεις.
It has been estimated that over 51% of marketers claimed that buying the time to develop relationships with customers showed an increase in sales.
Πάνω από το 51% των εμπόρων ισχυρίστηκε ότι η λήψη του χρόνου για την ανάπτυξη σχέσεων με τους καταναλωτές έδειξε θετικά αποτελέσματα στις πωλήσεις.
So this question is about your capacity to develop relationships with people that are very different than you.
Έτσι αυτή η ερώτηση έχει να κάνει με την ικανότητά σας να αναπτύξετε σχέσεις με άτομα πολύ διαφορετικά από εσάς.
This is one of the reasons why over 51% of businesses claim that taking time to develop relationships with their customers leads to positive sales numbers.
Πάνω από το 51% των εμπόρων ισχυρίστηκε ότι η λήψη του χρόνου για την ανάπτυξη σχέσεων με τους καταναλωτές έδειξε θετικά αποτελέσματα στις πωλήσεις.
to get involved in their problems, to develop relationships, to learn from the nomadic ways of life.
να εμπλακούμε στα προβλήματα τους, να αναπτυχθούν σχέσεις, να μάθουμε από αυτές νομαδικούς τρόπους ζωής.
Over 51% of marketers claimed that taking the time to develop relationships with consumers displayed positive results in sales.
Πάνω από το 51% των εμπόρων ισχυρίστηκε ότι η λήψη του χρόνου για την ανάπτυξη σχέσεων με τους καταναλωτές έδειξε θετικά αποτελέσματα στις πωλήσεις.
A better definition of this is the use of email to develop relationships with potential customers.
Ίσως ένας πιο κατανοητός ορισμός θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για την ανάπτυξη σχέσεων με δυνητικούς πελάτες.
The Business Development Division aims to develop relationships between FirePro and its Partner organizations worldwide
Το τμήμα της Επιχειρησιακής Ανάπτυξης έχει ως στόχο την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ της FirePro
using adult dating websites to develop relationships is becoming increasingly common.
να χρησιμοποιήσετε χρονολογώντας περιοχές για την ανάπτυξη των σχέσεων γίνεται όλο και πιο σύνηθες φαινόμενο.
using dating websites to develop relationships is becoming increasingly common.
να χρησιμοποιήσετε χρονολογώντας περιοχές για την ανάπτυξη των σχέσεων γίνεται όλο και πιο σύνηθες φαινόμενο.
We live in an ever-evolving world wherein using dating sites is becoming growingly common to develop relationships.
Ζούμε σε έναν κόσμο που συνεχώς εξελίσσεται και να χρησιμοποιήσετε χρονολογώντας περιοχές για την ανάπτυξη των σχέσεων γίνεται όλο και πιο σύνηθες φαινόμενο.
showcasing the pioneering positions in art, and to develop relationships between the platforms.
καταγραφής των πρωτοποριακών τάσεων στη τέχνη και την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ των πλατφορμών.
the digital campus serves as a community in which to develop relationships with peers and faculty members both in
η ψηφιακή πανεπιστημιούπολη χρησιμεύει ως μια κοινότητα στην οποία να αναπτύξουν σχέσεις με τους συμμαθητές και μέλη ΔΕΠ,
We have to try to develop relationships in Europe that are based on partnership,
Πρέπει να προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε σχέσεις στην Ευρώπη οι οποίες να βασίζονται στη συνεργασία,
Using your personal experience as a starting point Giortes Rokkas invites you to discover the place and its people, to develop relationships and become part of it as a spectator, a friend or a participant.
Με αφορμή το προσωπικό του βίωμα τον καλούμε να ανακαλύψει τον τόπο και τους ανθρώπους, να αναπτύξει σχέσεις και να επανέλθει σα θεατής, φίλος ή συμμέτοχος.
Babies start to develop relationships with the people around them right from birth,
Τα μωρά αρχίζουν να αναπτύσσουν σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω τους αμέσως μετά τη γέννηση,
Babies start to develop relationships with the people around them right from birth,
Τα μωρά αρχίζουν να αναπτύσσουν σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω τους αμέσως μετά τη γέννηση,
many consumers are starting to develop relationships with“their own“ organic farm.
πολλοί καταναλωτές αρχίζουν να αναπτύσσουν σχέσεις με το«δικό τους» αγρόκτημα βιολογικής γεωργίας.
The choice of this strategic objective was motivated by the urgent need to develop relationships of trust and voluntary cooperation between citizens
Η επιλογή του στρατηγικού αυτού στόχου υπαγορεύθηκε από την επιτακτική ανάγκη να αναπτυχθούν σχέσεις εμπιστοσύνης και εθελοντικής συνεργασίας μεταξύ των πολιτών
countries who apply high animal welfare standards, in order to develop relationships with national authorities
πρότυπα καλής μεταχείρισης των ζώων, ούτως ώστε να αναπτυχθούν σχέσεις με τις εθνικές αρχές
Results: 70, Time: 0.0482

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek