TO PROBLEM SOLVING in Greek translation

[tə 'prɒbləm 'sɒlviŋ]
[tə 'prɒbləm 'sɒlviŋ]

Examples of using To problem solving in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
The‘lawyers and non-lawyers' worldview that fueled lawyer exceptionalism is being replaced by an interdisciplinary approach to problem solving where diverse professional
Η κοσμοθεωρία του δικηγόρου και του δικηγόρου, που τροφοδότησε την έκκριση του δικηγόρου, αντικαταστάθηκε από μια διεπιστημονική προσέγγιση στην επίλυση προβλημάτων, όπου οι διαφορετικές επαγγελματικές
committing certain actions that lead to problem solving and logical end game.
διαπράττουν ορισμένες ενέργειες που θα οδηγήσουν στην επίλυση προβλημάτων και λογική παιχνίδι τέλος.
the most modern advanced techniques applicable to problem solving in the area.
τις πιο σύγχρονες και προηγμένες τεχνικές που εφαρμόζονται στην επίλυση προβλημάτων στην περιοχή.
methodical approach to problem solving and decision-making in a financial context
μεθοδική προσέγγιση για την επίλυση προβλημάτων και τη λήψη αποφάσεων σε ένα οικονομικό πλαίσιο
logical approaches to problem solving and professional skills that facilitate real-world application of the science such as project management,
λογική προσέγγιση για την επίλυση προβλημάτων και επαγγελματικών δεξιοτήτων που θα διευκολύνουν την πραγματική εφαρμογή κόσμο της επιστήμης, όπως η διαχείριση έργων,
An interdisciplinary approach to problem solving is essential in this field,
Μια διεπιστημονική προσέγγιση της επίλυσης προβλημάτων είναι απαραίτητη στον τομέα αυτό,
due to his rational approach to problem solving.
λόγω της λογικής προσέγγισης του για την επίλυση προβλημάτων.
respect their consensual approach to problem solving.
να σεβαστούμε την συναινετική προσέγγιση επίλυσης προβλημάτων.
points higher in mathematics, on average, than those who are less open to problem solving.
βαθμολογία υψηλότερη κατά 30 μονάδες στα Μαθηματικά από εκείνους που δεν δείχνουν μεγάλη προθυμία να επιλύσουν προβλήματα.
points higher in mathematics, on average, than those who are less open to problem solving.
βαθμολογία υψηλότερη κατά 30 μονάδες στα Μαθηματικά από εκείνους που δεν δείχνουν μεγάλη προθυμία να επιλύσουν προβλήματα.
Qualified engineers are much in demand for their rigorous approach to problem solving and high level of numeracy and opportunities also exist
Ειδικευμένοι μηχανικοί έχουν μεγάλη ζήτηση για την αυστηρή τους προσέγγιση για την επίλυση προβλημάτων και το υψηλό επίπεδο της αριθμητικής- ευκαιρίες στην έρευνα,
forward thinking while pursuing new approaches to problem solving and incorporating new ideas in our business operations.
την πρωτοποριακή σκέψη, δοκιμάζοντας νέους τρόπους επίλυσης των προβλημάτων και ενσωματώνοντας νέες ιδέες στις επιχειρησιακές της λειτουργίες.
Focuses on preparing the learner to problem solve in ambiguous situations.
Ο κονστρουκτιβισμός εστιάζεται στην προετοιμασία του εκπαιδευομένου για τη λύση ενός προβλήματος κάτω από διφορούμενες καταστάσεις.
Constructivism focuses on preparing the learner to problem solve in ambiguous situations.
Ο κονστρουκτιβισμός εστιάζεται στην προετοιμασία του εκπαιδευομένου για τη λύση ενός προβλήματος κάτω από διφορούμενες καταστάσεις.
an innate ability to problem solve.
έμφυτη ικανότητα να λύνει προβλήματα.
Willingness to work hard and an ability to problem solve are equally important for this MSc…[-].
Η επιθυμία να εργαστούμε σκληρά και η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων είναι εξίσου σημαντικές για αυτό το MSc…[-].
as is the ability to problem solve.
όπως είναι και η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.
we still need teachers to guide our students toward learning the best ways to problem solve.
χρειαζόμαστε, ακόμα, δασκάλους να καθοδηγούν τους μαθητές προς τον ορθό τρόπο επίλυσης προβλημάτων.
A senior-level business project in the last year of the program will allow you to problem solve in a real-world, team-based environment.
Ένα επιχειρηματικό σχέδιο ανώτερο επίπεδο κατά το τελευταίο έτος του προγράμματος θα επιτρέψει σε σας για να λύσει το πρόβλημα σε έναν πραγματικό κόσμο, η ομάδα με βάση το περιβάλλον.
A senior-level business project in the last year of the program allows you to problem solve in a real-world, team-based environment.
Ένα επιχειρηματικό σχέδιο ανώτερο επίπεδο κατά το τελευταίο έτος του προγράμματος θα επιτρέψει σε σας για να λύσει το πρόβλημα σε έναν πραγματικό κόσμο, η ομάδα με βάση το περιβάλλον.
Results: 44, Time: 0.0413

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek