ABILITY TO DEVELOP in Greek translation

[ə'biliti tə di'veləp]
[ə'biliti tə di'veləp]
ικανότητα να αναπτύξουν
ικανότητα διαμόρφωσης
ικανότητα να αναπτύξει
ικανότητα να αναπτύσσει
ικανότητα να αναπτύσσουν
δυνατότητα να αναπτύξουμε
δυνατότητα να αναπτυχθούν

Examples of using Ability to develop in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
And the ability to develop and continue to build up knowledge in the field of gastronomy,
Και η ικανότητα να αναπτύξουν και να συνεχίσουμε να οικοδομούμε τις γνώσεις στον τομέα της γαστρονομίας,
developing the ability to develop and realize research projects in specialization,
να αναπτύξουν την ικανότητα ανάπτυξης και υλοποίησης ερευνητικών προγραμμάτων σε εξειδίκευση,
They have the ability to develop into many different cell types in the body during early life and growth.
Χαρακτηρίζονται από την αξιοσημείωτη δυνατότητα ανάπτυξης σε πολλούς διαφορετικούς κυτταρικούς τύπους στο σώμα κατά την πρώιμη κατάσταση ζωής και ανάπτυξης..
To provide students with the ability to develop the necessary skills to conduct all stages of the research.
Να παρέχει στους φοιτητές τη δυνατότητα να αναπτύξουν τις απαραίτητες δεξιότητες για την εκπόνηση όλων των σταδίων της έρευνας.
And the ability to develop and continue to build up knowledge in the field of gastronomy, go online games
Τι μπορεί να είναι υπερήφανη; Και η ικανότητα να αναπτύξουν και να συνεχίσουμε να οικοδομούμε τις γνώσεις στον τομέα της γαστρονομίας,
Research competence also requires experience in the use of research tools and the ability to develop suitable strategies for efficient use of all information sources available.
Απαραίτητη θεωρείται η εμπειρία στη χρήση εργαλείων αναζήτησης και η ικανότητα διαμόρφωσης των κατάλληλων στρατηγικών για την αποδοτική χρήση των διαθέσιμων πηγών πληροφοριών.
In addition, the training activities provide the ability to develop research projects
Επιπλέον, οι δραστηριότητες κατάρτισης παρέχουν τη δυνατότητα ανάπτυξης ερευνητικών προγραμμάτων
Learning objective: The purpose of training is to acquire the ability to develop business desktop applications in WPF 4.5 technology
Στόχος της μάθησης: Σκοπός της κατάρτισης είναι να αποκτήσει την ικανότητα ανάπτυξης επιχειρηματικών εφαρμογών επιφάνειας εργασίας στην τεχνολογία WPF 4.5
Developing- The ability to develop team members
Ανάπτυξης- Η δυνατότητα να αναπτύξουν τα μέλη της ομάδας
Students may walk away with an in-depth understanding of general management and the ability to develop strong international
Οι μαθητές μπορούν να περπατήσουν μακριά με μια σε βάθος κατανόηση της γενικής διαχείρισης και την ικανότητα να αναπτύξουν ισχυρά διεθνή
It also requires experience in the use of research tools and the ability to develop suitable strategies for the efficient use of the information sources available.
Απαραίτητη θεωρείται η εμπειρία στη χρήση εργαλείων αναζήτησης και η ικανότητα διαμόρφωσης των κατάλληλων στρατηγικών για την αποδοτική χρήση των διαθέσιμων πηγών πληροφοριών.
Mathematical competence is the ability to develop and apply mathematical thinking
Μαθηματική ικανότητα είναι η ικανότητα ανάπτυξης και εφαρμογής της μαθηματικής σκέψης
It provides students with the ability to develop a systematic understanding
Το πρόγραμμα παρέχει στους φοιτητές τη δυνατότητα να αναπτύξουν μια κρίσιμη ευαισθητοποίηση
This is the right moment to look on the future with hopefulness and to believe in the ability to develop a modern network of library and information services;
Αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή πλέον να ατενίσουμε το μέλλον με αισιοδοξία και να πιστέψουμε στη δυνατότητα ανάπτυξης ενός μοντέρνου δικτύου υπηρεσιών βιβλιοθήκης και πληροφόρησης.
By the end of the course, the students should have a deep understanding of the strategic foundations of financial markets and the ability to develop their own theoretical models.
Με την ολοκλήρωση του μαθήματος οι φοιτητές θα πρέπει να έχουν βαθιά γνώση της στρατηγικής συμπεριφοράς στις χρηματοπιστωτικές αγορές και την ικανότητα να αναπτύξουν τα δικά τους θεωρητικά υποδείγματα.
A framework capable with CCNA security will have the ability to develop a security structure,
Ένα πλαίσιο ικανό με την ασφάλεια CCNA θα έχει την ικανότητα να αναπτύξει μια δομή ασφάλειας,
A key competence: the ability to develop and apply mathematical thinking in order to solve a range of problems in everyday situations.
Μαθηματική ικανότητα: ικανότητα ανάπτυξης και χρησιμοποίησης μαθηματικών συλλογισμών για την επίλυση ενός φάσματος προβλημάτων σε καθημερινές καταστάσεις.
Have experience in the use of research tools and the ability to develop suitable strategies for the efficient use of the information sources available.
Απαραίτητη θεωρείται η εμπειρία στη χρήση εργαλείων αναζήτησης και η ικανότητα διαμόρφωσης των κατάλληλων στρατηγικών για την αποδοτική χρήση των διαθέσιμων πηγών πληροφοριών.
The program provides students with the ability to develop a critical awareness
Το πρόγραμμα παρέχει στους φοιτητές τη δυνατότητα να αναπτύξουν μια κρίσιμη ευαισθητοποίηση
the goal is to obtain the ability to develop the student's own field in a creative
ο στόχος είναι να αποκτήσουν την ικανότητα να αναπτύξουν το δικό τους πεδίο σπουδαστών με δημιουργικό
Results: 157, Time: 0.0598

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek