BASIC COURSE in Greek translation

['beisik kɔːs]

Examples of using Basic course in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
the applicant must show knowledge of the basic course in physics, theoretical mechanics,
ο αιτών πρέπει να αποδείξει τις γνώσεις του στο βασικό μάθημα της φυσικής, θεωρητικής μηχανικής,
But the basic course of development has confirmed
Αλλά η βασική πορεία της ανάπτυξης έχει επαληθεύσει
thus he foretold the basic course of their future actions
κι' έτσι προείπε τη βασική πορεία των μελλοντικών των πράξεων
Integration for Society have trainers who offer a basic course in mediation intended for future mediators
και«Ένταξη για την κοινωνία» διαθέτουν εκπαιδευτές οι οποίοι προσφέρουν βασικά μαθήματα διαμεσολάβησης που απευθύνονται σε μελλοντικούς διαμεσολαβητές
Theoretical contents(basic course and specialization course) are conveyed through our e-learning platform e-med via the internet, together with practical clinical courses,
(βασικό μάθημα μαθημάτων και εξειδίκευσης) μεταφέρονται μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας e-med μέσω του διαδικτύου, μαζί με πρακτικά κλινικά μαθήματα, προηγμένη κατάρτιση,
Beginners can start with our basic course in which they will see immediate results following the instructions of our well-trained instructors
Οι αρχάριοι μπορούν να ξεκινήσουν με το βασικό μας μάθημα, στο οποίο θα δουν άμεσα αποτελέσματα ακολουθώντας τις οδηγίες των εκπαιδευμένων εκπαιδευτών μας
thus he foretold the basic course of their future actions
ως εκ τούτου προείπε τη βασική πορεία των μελλοντικών τους ενεργειών
Major Basic Courses.
Βασικά βασικά μαθήματα.
We have basic courses for beginners and intermediate levels.
Έχουμε βασικά μαθήματα εκπαίδευσης για αρχάριους και για ενδιάμεσα επίπεδα.
Basic courses emphasize scientific thought,
Τα βασικά μαθήματα υπογραμμίζουν την επιστημονική σκέψη,
The 101-199 level includes basic courses, compulsory for all students in the Department.
Το επίπεδο 101-199 περιλαμβάνει βασικά μαθήματα, υποχρεωτικά για όλους τους φοιτητές του τμήματος.
The harmonization of courses scheduled as required common basic courses and elective courses;?.
Η εναρμόνιση των μαθημάτων που προγραμματίζονται όπως απαιτούνται κοινά βασικά μαθήματα και μαθήματα επιλογής?
Almost everywhere around the world the basic courses are similar;?
Σχεδόν παντού σε όλο τον κόσμο τα βασικά μαθήματα είναι παρόμοια?
So far we have offered only the basic courses of care that were not recognized by the state.
Μέχρι σήμερα προσφέραμε βασικά μαθήματα για τη φροντίδα των ηλικιωμένων, τα οποία όμως δεν ήταν αναγνωρισμένα από το κράτος.
Basic courses in the field of IT, reading
Βασικά μαθήματα στον τομέα της πληροφορικής,
Twenty-five(25) Basic Courses in Philology, each comprising twenty-three(23)
Εικοσιπέντε(25) μαθήματα Κορμού, δηλαδή βασικά μαθήματα Φιλολογίας που συνίστανται σε παραδόσεις(23)
It covers all the basic courses in the field of management
Καλύπτει όλα τα βασικά μαθήματα στον τομέα της διαχείρισης
In addition, several engineering basic courses are offered to give students comprehensive understanding of environmental issues.
Επιπλέον, αρκετές μηχανικής βασικά μαθήματα που προσφέρονται να δώσουν στους μαθητές ολοκληρωμένη κατανόηση των περιβαλλοντικών θεμάτων.
who have taken other basic courses at the ROCC will be able to gain admission into foreign English-medium universities.
που έχουν πάρει άλλα βασικά μαθήματα στο ROCC θα είναι σε θέση να κερδίσει την αποδοχή σε ξένες Αγγλικά-μέσο πανεπιστήμια.
It depends on the learning accumulated in the basic courses and refined by commonsense framework encounter.
Εξαρτάται από τη μάθηση που συσσωρεύεται στα βασικά μαθήματα και εξευγενίζεται από την συνάντηση πλαισίου κοινής γνώμης.
Results: 48, Time: 0.0377

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek