BROILERS in Greek translation

['broiləz]
['broiləz]
ορνίθια κρεατοπαραγωγής
broilers
κοτόπουλα κρεατοπαραγωγής
κοτόπουλα πάχυνσης
κρεοπαραγωγά ορνίθια
broilers
κοτόπουλα κρέατος
chicken meat
κρεοπαραγωγές
broilers
κοτόπουλων πάχυνσης
κρεοπαραγωγών ορνιθίων
κρεατοπαραγωγών ορνιθίων
κρεοπαραγωγής

Examples of using Broilers in English and their translations into Greek

{-}
  • Medicine category close
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
(including broilers) 0.1% by weight of dry fodder.
(συμπεριλαμβανομένων των κοτόπουλων πάχυνσης) 0,1% κατά βάρος των ξηρών ζωοτροφών.
Chickens(broilers): Meat
Ορνίθια(ορνίθια κρεατοπαραγωγής): κρέας
Commissioner Kyprianou welcomes Council agreement on animal welfare rules for broilers.
Ο Επίτροπος Κυπριανού επικροτεί τη συμφωνία του Συμβουλίου σχετικά με κανόνες καλής μεταχείρισης των κοτόπουλων πάχυνσης.
Broilers: 50100 mg doxycycline hyclaye/L water for 35 days.
Ορνίθια κρεατοπαραγωγής: 50100 mg δοξυκυκλίνης υκλάτης/l νερού επί 3-5 ημέρες.
Chicken(broilers): Meat
Ορνίθια(ορνίθια κρεατοπαραγωγής): κρέας
Chicken(broilers), pigs.
Ορνίθια(ορνίθια κρεατοπαραγωγής), χοίροι.
Meat and offals: chicken(broilers) 7 days.
Κρέας και εντόσθια: Ορνίθια(ορνίθια κρεατοπαραγωγής): 7 ημέρες.
Non-egg laying chickens(broilers).
Μη ωοτόκες όρνιθες(ορνίθια κρεατοπαραγωγής).
Chickens: broilers, pullets and breeders.
Ορνίθια κρεατοπαραγωγής, νεαρές όρνιθες και ορνίθια αναπαραγωγής.
Broilers, breeders, turkeys and pigeons.
Ορνίθια κρεατοπαραγωγής, ορνίθια αναπαραγωγής, ινδόρνιθες και περιστέρια.
Broilers, breeders, pullets and turkeys.
Ορνίθια κρεατοπαραγωγής, ορνίθια αναπαραγωγής, νεαρές όρνιθες και ινδόρνιθες.
Day-old broilers were randomly divided into nine groups.
Ημέρα-παλαιά κρεατοπαραγωγής χωρίστηκαν τυχαία σε εννέα ομάδες.
Chickens(broilers) Pigs.
Ορνίθια(κρεατοπαραγωγά) Χοίροι.
Ingredients for broilers for their own hands.
Συστατικά για κοτόπουλα για δικά τους χέρια.
Poultry(broilers and turkeys).
Πουλερικά(ορνίθια και ινδορνίθια).
Chickens and turkeys(broilers); pigeons not intended for human consumption.
Πόσιμο διάλυμα Από το στόμα Ορνίθια και γαλοπούλες(κρεατοπαραγωγά), περιστέρια μη προοριζόμενα για κατανάλωση από τον άνθρωπο.
Poultry(broilers and fattened turkeys), rabbits.
Από το στόμα Πουλερικά(κρεατοπαραγωγά πουλερικά και παχυνόμενες γαλοπούλες), κουνέλια.
Broilers and Turkeys: 20 mg.
Ορνίθια και ινδορνίθια: 1020 mg.
Chicken(Broilers) meat
Ορνίθια κρεατοπαραγωγής: κρέας
Cattle(calves), pigs(piglets), chicken(broilers).
Βοοειδή(μόσχοι), χοίροι(χοιρίδια), ορνίθια(κρεατοπαραγωγά).
Results: 143, Time: 0.0533

Top dictionary queries

English - Greek