PRIMARY METHOD in Greek translation

['praiməri 'meθəd]
['praiməri 'meθəd]
πρωταρχική μέθοδος
κύριο τρόπο
main way
primary mode
primary way
main mode
principal way
main means
major way
primary means
of the principal mode
main method
κύριος τρόπου
main way
primary mode
primary way
main mode
principal way
main means
major way
primary means
of the principal mode
main method

Examples of using Primary method in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
abortion is the primary method of family planning.
η έκτρωση είναι η πρωταρχική μέθοδος οικογενειακού προγραμματισμού.
Some authorities recommend that those using abstinence as a primary method have backup methods available(such as condoms
Ορισμένες αρχές συστήνουν ότι εκείνοι που χρησιμοποιούν την αποχή ως κύρια μέθοδο πρέπει να έχουν διαθέσιμη μία εφεδρική μέθοδο(όπως προφυλακτικά
which continues to be the primary method of collision prevention for water transport.
τα οποία συνεχίζουν να είναι ο κύριος τρόπου αποφυγής συγκρούσεων στις θαλάσσιες μεταφορές.
The primary method of payment for most Chinese wholesalers is PayPal
Η κύρια μέθοδος πληρωμής για τους περισσότερους κινέζους χονδρεμπόρους είναι το PayPal
The Church selected the donation system as its primary method of funding because it is the most equitable.
Η Εκκλησία επέλεξε το σύστημα δωρεάς ως κύρια μέθοδο της χρηματοδότησής της, διότι είναι η πιο δίκαιη.
which continues to be the primary method of collision avoidance for mariners.
τα οποία συνεχίζουν να είναι ο κύριος τρόπου αποφυγής συγκρούσεων στις θαλάσσιες μεταφορές.
The primary method for filtering content in Restricted Mode is an automatic system using algorithms.
Η κύρια μέθοδος για το φιλτράρισμα περιεχομένου σε Περιορισμένη Λειτουργία είναι ένα αυτόματο σύστημα που χρησιμοποιεί αλγόριθμους.
which has been the primary method used by the public sector for many years.
η οποία αποτελεί την κύρια λογιστική μέθοδο που εφαρμόζει ο δημόσιος τομέας εδώ και πολλά χρόνια.
which continues to be the primary method of collision avoidance for maritime traffic.
τα οποία συνεχίζουν να είναι ο κύριος τρόπου αποφυγής συγκρούσεων στις θαλάσσιες μεταφορές.
This is the primary method of recording the basic information relating to any financial transaction.
Αυτή είναι η κύρια μέθοδος καταγραφής των βασικών πληροφοριών που σχετίζονται με οποιαδήποτε χρηματοοικονομική συναλλαγή.
which has been the primary method used by the public sector for many years.
η οποία αποτελεί την κύρια λογιστική μέθοδο που εφαρμόζει ο δημόσιος τομέας εδώ και πολλά χρόνια.
Old: Increasing clock frequency is the primary method of improving processor performance.
Παλιά: Η αύξηση της συχνότητας του ρολογιού είναι η κύρια μέθοδος για τη βελτίωση της απόδοσης του επεξεργαστή.
Romania have chosen management/employee buyouts as a primary method, while BiH and Serbia-Montenegro have mainly used vouchers.
η Ρουμανία επέλεξαν εξαγορές από τη διοίκηση/εργαζομένους ως την κύρια μέθοδο, ενώ η Β&Ε και η Σερβία-Μαυροβούνιο χρησιμοποίησαν κυρίως τα δελτία.
search engines are the primary method of navigation for most Internet users.
οι μηχανές αναζήτησης αποτελούν την κύρια μέθοδο πλοήγησης για τους περισσότερους χρήστες του Διαδικτύου.
Social engineering later became his primary method of obtaining information,
Η κοινωνική αυτή μηχανή έγινε η κύρια μέθοδος του, για τη συγκέντρωση πληροφοριών,
Social engineering later became his primary method of obtaining information,
Η κοινωνική αυτή μηχανή έγινε η κύρια μέθοδος του, για τη συγκέντρωση πληροφοριών,
These are critical factors in the cleansing equation because our body's primary method of cleansing and detoxification is through the bowels.
Αυτοί είναι κρίσιμοι παράγοντες στη διαδικασία της κάθαρσης γιατί η κύρια μέθοδος του σώματός μας για κάθαρση και αποτοξίνωση είναι μέσα από τα έντερα.
Kafeine told Forbes that it was unsure if the exploit was being used as the ransomware's primary method of infection, but was certain it was used in some capacity.
Μιλώντας στο Forbes, o Kafeine δήλωσε ότι δεν ήταν σίγουρος ότι η εκμετάλλευση του κενού ασφαλείας ήταν η πρωταρχική μέθοδος μόλυνσης του κακόβουλου λογισμικού, αλλά πιστεύει μετά βεβαιότητας ότι υπήρξε εκμετάλλευση του ως έναν βαθμό.
and is the primary method of scoring.
και αποτελεί τον κύριο τρόπο σκοραρίσματος.
The primary method for customs valuation is defined in Article 1
Η πρώτη μέθοδος για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ορίζεται στο άρθρο 1
Results: 97, Time: 0.0666

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek