THE BASIC KNOWLEDGE in Greek translation

[ðə 'beisik 'nɒlidʒ]
[ðə 'beisik 'nɒlidʒ]
τη βασική γνώση
των βασικών γνώσεων
η βασική γνώση
οι στοιχειώδεις γνώσεις

Examples of using The basic knowledge in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
He seems to lack the basic knowledge doled out daily in high schools."--1921 New York Times editorial about Robert Goddard's revolutionary rocket work.
Φαίνεται να στερείται των βασικών γνώσεων που παρέχονται αφειδώς στα γυμνάσια"(Άρθρο του εκδότη των New York Tίmes για την πρωτοποριακή εργασία του Robert Goddard πάνω στoυς πυραύλους).
Provide graduates with the basic knowledge and skills necessary to practice planning,
Παρέχει στους αποφοίτους με τις βασικές γνώσεις και δεξιότητες που είναι απαραίτητες για την άσκηση του προγραμματισμού,
Also, the basic knowledge of the language, the history
Επίσης, η βασική γνώση της γλώσσας, της Ιστορίας
Furthermore, it is just a question of a few years until BIM will also count among the basic knowledge in this country.
Επιπλέον, είναι ζήτημα μερικών χρόνων, το BIM να καταταχθεί μεταξύ των βασικών γνώσεων αυτής της χώρας.
It contains the basic knowledge needed for that unit.
Περιλαμβάνει τις βασικές γνώσεις που απαιτούνται για το συγκεκριμένο θέμα,
At the same time they learn the design process and acquire the basic knowledge of the materials to be used to characterize a space.
Ταυτόχρονα μαθαίνουν τη διαδικασία σχεδιασμού και αποκτούν τις βασικές γνώσεις των υλικών που θα χρησιμοποιηθούν για να χαρακτηρίσουν ένα χώρο.
Ability to acquire and apply the basic knowledge and skill in science and biotechnology.
Την ικανότητα να αποκτήσουν και να εφαρμόσουν τις βασικές γνώσεις και δεξιότητες στον τομέα της επιστήμης και της βιοτεχνολογίας.
Participants will have the basic knowledge and skills to enable them to have insights into the area of Islamic Banking,
Οι συμμετέχοντες θα έχουν τις βασικές γνώσεις και δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να έχουν γνώσεις σχετικά με την περιοχή της ισλαμικής τραπεζικής,
there was a great opportunity to parents to give their child the basic knowledge through computer-based, educational games.
υπήρξε μια μεγάλη ευκαιρία για τους γονείς να δώσουν το παιδί τους τις βασικές γνώσεις μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, εκπαιδευτικά παιχνίδια.
who are not satisfied with the basic knowledge that is given by most academic business schools.
που δεν είναι ικανοποιημένοι με τις βασικές γνώσεις που δίνουν οι περισσότερες ακαδημαϊκές σχολές επιχειρήσεων…[-].
let's learn the facts and the basic knowledge about the issue and possible treatments.
ας μάθουμε τα γεγονότα και τις βασικές γνώσεις σχετικά με το θέμα και πιθανές θεραπείες.
Even the basic knowledge of First Aid can make the difference for a person in need of care after an injury, e.g.
Έστω και οι βασικές γνώσεις Πρώτων Βοηθειών μπορεί να κάνουν τη διαφορά για έναν άνθρωπο που χρειάζεται φροντίδα μετά από έναν τραυματισμό, π.χ.
Experts say the basic knowledge we obtain in preschool years can influence our future choices for a career,
Οι ειδικοί λένε ότι οι βασικές γνώσεις που παίρνουμε στα προσχολικά χρόνια επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις μελλοντικές επαγγελματικές μας επιλογές,
The basic knowledge conveyed in Vedic literature is explained in more detail in the books of Brahmana,
Οι βασικές γνώσεις δίνονται στα Βιβλία των Βεδών και εξηγούνται λεπτομερέστερα στα βιβλία Brahmana,
The graduates of the French Department, apart from the basic knowledge of their science and profession, also have the ability to.
Οι απόφοιτοι του Τμήματος Μουσικών Σπουδών, πέραν της βασικής γνώσης της επιστήμης και του επαγγέλματός τους, έχουν την ικανότητα.
Introductory seminar of 20 hours where the basic knowledge of mediation is offered including simulated cases.
Εισαγωγικό σεμινάριο 20 ωρών όπου θα προσφερθούν οι βασικές γνώσεις της διαμεσολάβησης με εικονικές προσομοιώσεις περιπτώσεων.
This course provides the basic knowledge required for more advanced courses of Mechanics, such as Dynamics,
Με το μάθημα αυτό δίνονται οι βασικές γνώσεις για την παρακολούθηση πιο προχωρημένων μαθημάτων μηχανικής όπως Δυναμική,
Personal prayer life is based upon understanding the significance of prayer and the basic knowledge of prayer.
Η προσωπική ζωή της προσευχής βασίζεται στην κατανόηση της σημασίας της προσευχής και της βασικής γνώσης της προσευχής.
a friend who has been mixed in the coffee circle for a long time, the basic knowledge still needs to be familiar.
για φίλο που έχει αναμειχθεί στον κύκλο του καφέ για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι βασικές γνώσεις πρέπει ακόμα να είναι οικείες.
Man only knew how to listen to His words but was ignorant of the basic knowledge for life on earth
Ο άνθρωπος ήξερε μόνο να ακούει τον λόγο Του, αλλά αγνοούσε τη βασική γνώση για τη ζωή στη γη
Results: 153, Time: 0.0439

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek