THE BASIC LEVEL in Greek translation

[ðə 'beisik 'levl]

Examples of using The basic level in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
which is the basic level of defining our body's health
το οποίο είναι άλλωστε το βασικό επίπεδο όπου καθορίζεται η υγεία του σώματός μας
which is the basic level of defining our body's health
το οποίο είναι άλλωστε το βασικό επίπεδο όπου καθορίζεται η υγεία του σώματός μας
as a point of differentiation for advanced learning in comparison to the holders of other certifications in the basic level.
ως ένα σημείο διαφοροποίησης για την προηγμένη εκπαίδευση σε σύγκριση με τους κατόχους άλλων πιστοποιήσεων στο βασικό επίπεδο.
human resources at the basic level(unsupervised).
των ανθρώπινων πόρων στο βασικό επίπεδο(χωρίς επιτήρηση).
both levels of diagnostics, see Windows 10 diagnostic data at the Full level or Windows 10 diagnostic data at the Basic level for the current list of data collected at Basic..
στα δύο επίπεδα διαγνωστικού ελέγχου, ανατρέξτε στο θέμα"Διαγνωστικά δεδομένα των Windows 10 στο Πλήρες επίπεδο" ή"Διαγνωστικά δεδομένα των Windows 10 στο Βασικό επίπεδο" για την τρέχουσα λίστα με τα δεδομένα που συλλέγονται στο Βασικό επίπεδο..
may lay down the basic level of itemised bills which are to be provided by designated undertakings(as established in Article 8)
μπορούν να καθορίζουν το βασικό επίπεδο ανάλυσης λογαριασμών που παρέχεται ατελώς από τις καθορισμένες επιχειρήσεις(όπως ορίζονται στο άρθρο 8) στους καταναλωτές,
for example in the kitchen or hallway, the ceiling lower level and on this background, the basic level of the ceiling in the main part of the combined space appears above.
το ανώτατο όριο χαμηλότερο επίπεδο και σε αυτό το πλαίσιο, το βασικό επίπεδο του ανώτατου ορίου στο κύριο μέρος της συνδυασμένης χώρου εμφανίζεται παραπάνω.
may lay down the basic level of itemised bills which are to be provided by undertakings to end-users free of charge in order that they can.
μπορούν να καθορίζουν το βασικό επίπεδο ανάλυσης λογαριασμών που παρέχεται ατελώς από τις επιχειρήσεις στους συνδρομητές, ώστε οι τελευταίοι να μπορούν.
At the basic level of procedural manuals,
Στο βασικό επίπεδο των εγχειριδίων διαδικασιών,
services to support the basic level of goods and services(such as roads,
υπηρεσιών για τη στήριξη του βασικού επιπέδου αγαθών και υπηρεσιών(όπως οι δρόμοι,
According to the basic levels of cooperation and the thematic scope of activities covered, one can identify a number of predominant organisational subtypes that exist in practice.
Σύμφωνα με τα βασικά επίπεδα συνεργασίας και το θεματικό πεδίο των δραστηριοτήτων που καλύπτονται στην πράξη μπορούν να εντοπιστούν πολλές δεσπόζουσες οργανωτικές υποκατηγορίες.
The basic levels of crossborder cooperation(individual projects,
Τα βασικά επίπεδα διασυνοριακής συνεργασίας(επιμέρους έργα,
alerting service are the basic levels of air traffic service,
προειδοποίησης είναι τα βασικά επίπεδα της υπηρεσίας εναέριας κυκλοφορίας,
It examines the linguistic changes that have occurred, emphasising those linguistic phenomena related to the basic levels of linguistic analysis(namely phonology, morphology, semantics and syntax) through the analysis of observable data.
Πιο συγκεκριμένα το μάθημα θα εισάγει τους φοιτητές στις γλωσσικές αλλαγές που έχουν συμβεί στη διάρκεια των αιώνων δίνοντας έμφαση στα γλωσσικά φαινόμενα που αφορούν τα βασικά επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης.
who already completed the basic levels A1 and A2 and wish to boost their four langu.
που ήδη ολοκληρωθεί τα βασικά επίπεδα Α1 και Α2 και επιθυμούν να ενισχύσει τους τέσσερις langu.
The democracy at the basic level.
Δημοκρατία σε επίπεδο βάσης.
At the basic level there are toys.
Σε χαμηλότερο επίπεδο θα υπάρξουν παιχνίδια.
He attacked the problem at the basic level.
Ανέδειξαν το πρόβλημα σε κεντρικό επίπεδο.
This is the basic level of customer support.
Αποτελεί το πρώτο επίπεδο υποστήριξης του πελάτη.
He calls from the Basic level to the C2 level..
Ξεκινούν από το επίπεδο των αρχαρίων έως το επίπεδο C2.
Results: 2701, Time: 0.0444

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek