TO ENABLING in Greek translation

[tə i'neibliŋ]
[tə i'neibliŋ]
να επιτρέψουμε
to allow
to let
to permit
ενεργοποίηση
activation
enable
activate
turn
actuation
trigger
switch
energizing
ώστε
so
order
in order
enough
to ensure that
can
to enable

Examples of using To enabling in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
In this agreement companies recognised their responsibility to ensure child safety and committed to enabling and encouraging users to employ a safe approach to personal information and privacy.
Στην εν λόγω συμφωνία οι εταιρίες αναγνώρισαν την ευθύνη τους να διασφαλίσουν την ασφάλεια των παιδιών και δεσμεύτηκαν να δώσουν τη δυνατότητα και να ενθαρρύνουν τους χρήστες ώστε να ακολουθήσουν ασφαλή προσέγγιση όσον αφορά τα προσωπικά δεδομένα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής.
The companies promised to ensure child safety and committed to enabling and encouraging users to employ a safe approach to personal information and privacy.
Στην εν λόγω συμφωνία οι εταιρίες αναγνώρισαν την ευθύνη τους να διασφαλίσουν την ασφάλεια των παιδιών και δεσμεύτηκαν να δώσουν τη δυνατότητα και να ενθαρρύνουν τους χρήστες ώστε να ακολουθήσουν ασφαλή προσέγγιση όσον αφορά τα προσωπικά δεδομένα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής.
The data we have has always shown that our broader impact-- from giving people a voice to enabling candidates to communicate directly to helping millions of people vote-- played a far bigger role in this election[than misinformation].
Αλλά τα δεδομένα που έχουμε πάντα έδειχναν πως η ευρύτερη επίδρασή μας- από το να δίνουμε φωνή στους ανθρώπους μέχρι το να επιτρέπουμε σε υποψηφίους να επικοινωνούν άμεσα και να βοηθούμε εκατομμύρια άτομα να ψηφίσουν- έπαιξε πολύ μεγαλύτερο ρόλο σε αυτές τις εκλογές».
The data we have has always shown that our broader impact-- from giving people a voice to enabling candidates to communicate directly to helping millions of people vote-- played a far bigger role in this election.
Αλλά τα δεδομένα που έχουμε πάντα έδειχναν πως η ευρύτερη επίδρασή μας- από το να δίνουμε φωνή στους ανθρώπους μέχρι το να επιτρέπουμε σε υποψηφίους να επικοινωνούν άμεσα και να βοηθούμε εκατομμύρια άτομα να ψηφίσουν- έπαιξε πολύ μεγαλύτερο ρόλο σε αυτές τις εκλογές».
In implementing Articles 60 and 61, special attention shall be given to enabling leastdeveloped, landlocked
Για την εφαρμογή των άρθρων 60 και 61, σκόπιμο είναι να υπάρξει όλως ιδιαίτερη μέριμνα προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στα λιγότερο ανεπτυγμένα,
the Fiscalis Programme has contributed‘to a high extent' to enabling tax officials to achieve a high standard of understanding of the Union's laws
το πρόγραμμα Fiscalis έχει συμβάλει«σε μεγάλο βαθμό» στη δυνατότητα των εφοριακών υπαλλήλων να κατανοήσουν σε υψηλό επίπεδο τη νομοθεσία της Ένωσης
A key tool to ensure the flow of information to enabling swift reaction when risks to public health are detected in the food chain is RASFF- the Rapid Alert System for Food and Feed.
Ένα βασικό εργαλείο για τη διασφάλιση της ροής πληροφοριών που επιτρέπει την ταχεία αντίδραση όταν εντοπίζονται κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία στην τροφική αλυσίδα είναι το RASFF- το σύστημα ταχείας ειδοποίησης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές.
In addition to enabling professionals to provide internal advice related to education
Εκτός από την δυνατότητα στους επαγγελματίες να παρέχουν εσωτερική συμβουλές που σχετίζονται με την εκπαίδευση
As I see it, the purpose of that provision is confined to enabling a person who already possesses a copy of the computer program to make a reproduction of that copy so that the program can be used for its intended purpose.
Θεωρώ ότι η διάταξη αυτή παρέχει απλώς και μόνον τη δυνατότητα στο πρόσωπο που κατέχει ήδη ένα αντίγραφο του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή να το αναπαραγάγει προκειμένου να το χρησιμοποιήσει σύμφωνα με τον προορισμό του.
With a view to enabling persons with disabilities to participate on an equal basis with others in recreational,
Με σκοπό τη διευκόλυνση των ατόμων με αναπηρίες να συμμετέχουν, σε ίση βάση με τους άλλους, σε ψυχαγωγικές,
61, special attention shall be given to enabling least-developed, landlocked and island ACP States to maximize their capabilities to manage their fishery resources.
πρέπει να υπάρξει όλως ιδιαίτερη μέριμνα προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στις λιγότερο ανεπτυγμένες ΥΧΕ να αναπτύξουν στο μέγιστο την ικανότητα διαχείρισης των αλιευτικών τους πόρων.
information security with a view to enabling effective responses to current and emerging network
προτεραιότητες στον τομέα της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, με σκοπό να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική απόκριση στους υπάρχοντες
with a view to enabling effective responses to current
με σκοπό να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική απόκριση στους υπάρχοντες
co-operation with a view to enabling the countries from the region,
συνεργασία με στόχο να δοθεί η δυνατότητα στις χώρες της περιοχής,
with a view to enabling effective responses to current
με σκοπό να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική απόκριση στους υπάρχοντες
with a view to enabling effective responses to current
με σκοπό να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική απόκριση στους υπάρχοντες
with a view to enabling effective responses to current
με σκοπό να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική απόκριση στους υπάρχοντες
with a view to enabling effective responses to current
με σκοπό να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική απόκριση στους υπάρχοντες
with a view to enabling effective responses to current
με σκοπό να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική απόκριση στους υπάρχοντες
appropriately structured information which is to be provided to investors with a view to enabling them to understand the nature
δεόντως διαρθρωμένες πληροφορίες που πρόκειται να παρασχεθούν σε επενδυτές με σκοπό να τους δοθεί η δυνατότητα να κατανοήσουν τη φύση
Results: 60, Time: 0.053

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek