WHEN IT IS DONE in Greek translation

[wen it iz dʌn]
[wen it iz dʌn]
όταν γίνεται
when i'm
when i get
όταν τελειώσει
when i finish
when i'm done
when i'm wrapping up
when i end
όταν γίνει
when i'm
when i get
όταν ολοκληρωθεί

Examples of using When it is done in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
but only when it is done spontaneously.
ιδιαίτερα όταν γίνεται αυθόρμητα.
I give you countless time in which to do this but, only when it is done, can you be with Me.".
Σας δίνω αμέτρητο χρόνο, αλλά μόνο όταν γίνει, μπορείτε να είστε μαζί Μου».
human judgment, and most people agree that when it is done well it is highly accurate.
οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν στο ότι, όταν γίνεται σωστά η ταυτοποίηση το αποτέλεσμα είναι αρκετά έγκυρο.
After all, when it is done, it is almost impossible to harm a plant or ruin it..
Μετά από όλα, όταν γίνει, είναι σχεδόν αδύνατο να βλάψουμε ένα φυτό ή να τον καταστρέψουμε.
as long as the ecclesiastical celebration precedes it and when it is done after related preparation in the appropriate ways.
προηγήται η εκκλησιαστική πανήγυρη και όταν γίνεται με τις σχετικές προϋποθέσεις και τους κατάλληλους τρόπους.
Jesus assures us that, when it is done,“the end will come.”-Matt.
Ο Ιησούς μάς διαβεβαιώνει πως, όταν γίνει αυτό το έργο,«θα έρθει το τέλος».-Ματθ. 24:14.
When it is done, the“latest update” date at the top
Όταν γίνει αυτό, η ημερομηνία της"Τελευταίας ενημέρωσης" που αναφέρεται στο πάνω
When it is done with the encryption process,
Όταν αυτό γίνεται με τη διαδικασία της κρυπτογράφησης,
This farming is a really fatiguing work when it is done in the traditional way because it requires a lot of personal effort
Η καλλιέργεια αυτή είναι μια αρκετά κοπιαστική εργασία όταν αυτή γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο γιατί απαιτεί αρκετή προσωπική εργασία
When it is done at later stage,
Όταν αυτό γίνεται σε μεταγενέστερο στάδιο,
chosen because he hopes to use the results when it is done.
ένα σχέδιο της αρεσκείας του-συχνά επιλεγμένο επειδή ελπίζει να χρησιμοποιήσει το αποτέλεσμα μόλις ολοκληρωθεί.
chosen because he hopes to use the results when it is done.
ελπίζει να χρησιμοποιήσει το αποτέλεσμα μόλις ολοκληρωθεί.
The use is private when it is done by the owner of the physical carrier of the work(for example the book,
Ιδιωτική είναι η χρήση όταν γίνεται από τον ίδιο τον κάτοχο του υλικού φορέα του έργου(π.χ. του βιβλίου,
the Church in general, when it is done freely and above all with love
γενικότερα στην Εκκλησία όταν γίνεται ελεύθερα και προ παντός με αγάπη
When it is done right, it can have a positive impact on a business,
Όταν γίνει σωστά, μπορεί να βελτιώσει τη δουλειά, μα κάθε βήμα στο
especially when it is done in pursuit of commercial gain”.
ειδικά όταν γίνεται για την επίτευξη εμπορικού κέρδους».
ready to listen to appraisals and assessments when it is done in a friendly manner,
έτοιμοι να ακούσουμε τις αποτιμήσεις τους και τις εκτιμήσεις τους όταν γίνονται με φιλικό τρόπο,
The supply of land is not taxed when it is done as an isolated transaction,
Δεν φορολογείται η παράδοση γης όταν αυτή γίνεται σαν μεμονωμένη πράξη,
The removal of the spleen is done by an open procedure(open splenectomy) when it is done for trauma, gross enlargement
Η αφαίρεση του σπλήνα γίνεται με μια ανοικτή διαδικασία(ανοιχτή σπληνεκτομή), όταν αυτό γίνεται για το τραύμα, την σπληνομεγαλία
It has been highlighted in every country where Community support has been available is that when the money is spent efficiently and when it is done in consultation with local partnerships
Εκείνο που έχει τονιστεί σε κάθε χώρα στην οποία παρέχεται κοινοτική υποστήριξη είναι ότι όταν τα κονδύλια δαπανώνται με αποτελεσματικότητα και όταν αυτό γίνεται κατόπιν διαβουλεύσεων με τους τοπικούς εταίρους και τις τοπικές αρχές, τα οφέλη είναι τεράστια όχι μόνο οικονομικά
Results: 57, Time: 0.0677

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek