A SHARED COMMITMENT in Greek translation

[ə ʃeəd kə'mitmənt]

Examples of using A shared commitment in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
not only because of growing trade and investment but also because of a shared commitment to, and experience of, multilingual
αρκετά χρόνια, όχι μόνο λόγω των αυξανόμενων συναλλαγών και επενδύσεων αλλά και λόγω της κοινής δέσμευσης και εμπειρίας μας σχετικά με την πολύγλωσση
and to demonstrate a shared commitment to the already strong bilateral relationship.
της Αυστραλίας και την επίδειξη κοινής δέσμευσης σε μια ήδη ισχυρή διμερή σχέση.
We can seriously employ the rhetoric of hope only when we believe that citizens can be brought to develop a shared commitment to exploring ambitious projects of social justice,
Μπορούμε σοβαρά να χρησιμοποιήσουμε τη ρητορική της ελπίδας μόνο όταν πιστεύουμε ότι οι πολίτες δύνανται να επιτύχουν την ανάπτυξη μίας κοινής δέσμευσης για τη διερεύνηση φιλόδοξων σχεδίων για κοινωνική δικαιοσύνη, ακόμη
As EU nations seek to balance their growing energy demand with a shared commitment to the environment, gas will continue to play an important role in Europe's energy mix for the foreseeable future. Avoid, minimise.
Καθώς οι χώρες της ΕΕ αναζητούν τρόπο να εξισορροπήσουν την αυξανόμενη ενεργειακή ζήτηση με μια κοινή δέσμευση για το περιβάλλον, το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο ενεργειακό μείγμα της Ευρώπης για το ορατό μέλλον.
As EU nations seek to balance their growing energy demand with a shared commitment to the environment, gas will continue to play an important role in Europe's energy mix for the foreseeable future.
Καθώς οι χώρες της ΕΕ αναζητούν τρόπο να εξισορροπήσουν την αυξανόμενη ενεργειακή ζήτηση με μια κοινή δέσμευση για το περιβάλλον, το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο ενεργειακό μείγμα της Ευρώπης για το ορατό μέλλον.
but it is a shared commitment to the rule of law,
αυτό που μας ενώνει είναι η κοινή δέσμευση προς το κράτος δικαίου,
With a shared commitment to ethical and sustainable sourcing of coffee,
Με μια κοινή δέσμευση στην ηθική και στη βιώσιμη προμήθεια καφέ,
the Commission will aim to build a shared commitment to invest in people
ατζέντα για νέες δεξιότητες, η Επιτροπή θα επιδιώξει μια κοινή δέσμευση για επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό
With a shared commitment to ethical and sustainable sourcing of coffee,
Με μια κοινή δέσμευση στην ηθική και στη βιώσιμη προμήθεια καφέ,
closely connected areas with a shared commitment to tackle climate change.
σε στενά συνδεδεμένες με αυτή περιοχές με τις οποίες έχει αναληφθεί κοινή δέσμευση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
resources of one of the world's largest pharmaceutical companies, with a shared commitment to improving the lives of patients.
τους πόρους μίας από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες παγκοσμίως, με την οποία έχουν την κοινή δέσμευση να βελτιώνουν τη ζωή των ασθενών.
without intellectual disabilities as part of a shared commitment to creating a“Unified Generation.”.
ως μέρος μίας κοινής δέσμευσης για τη δημιουργία μίας«Ενοποιημένης Γενιάς»(Unified Generation).
resources of one of the world's largest pharmaceutical companies, with a shared commitment to improving the lives of patients.
τους πόρους μίας από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες παγκοσμίως, με την οποία έχουν την κοινή δέσμευση να βελτιώνουν τη ζωή των ασθενών.
It wants to“harmonize the divergent interests of all stakeholders… through a shared commitment to policies and decisions that strengthen the long-term prosperity of a company.”.
Όπως αναφέρεται,«ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσετε και να εναρμονίσετε τα διαφορετικά συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων είναι μέσω μιας κοινής δέσμευσης για πολιτικές και αποφάσεις που ενισχύουν τη μακροπρόθεσμη ευημερία μιας επιχείρησης».
resources of one of the worlds largest pharmaceutical companies, with a shared commitment to improving the lives of patients.
τους πόρους μίας από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες παγκοσμίως, με την οποία έχουν την κοινή δέσμευση να βελτιώνουν τη ζωή των ασθενών.
resources of one of the world's largest pharmaceutical companies, with a shared commitment to improving the lives of patients.
τους πόρους μίας από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες παγκοσμίως, με την οποία έχουν την κοινή δέσμευση να βελτιώνουν τη ζωή των ασθενών.
to further develop the social dimension of the Union based on a shared commitment and established competences.
να αναπτυχθεί περαιτέρω η κοινωνική διάσταση της Ένωσης η οποία θα βασίζεται σε κοινή δέσμευση και σε καθιερωμένες αρμοδιότητες.
which enable both parties to set joint goals and support a shared commitment to grow together.
στα δύο μέρη να καθορίσουν κοινούς στόχους και να υποστηρίξουν μια κοινή δέσμευση για αμοιβαία ανάπτυξη.
harmonize the divergent interests of all stakeholders is through a shared commitment to policies and decisions that strengthen the long-term prosperity of a company.
να εναρμονίσει τα διαφορετικά συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων είναι μέσω μιας κοινής δέσμευσης για πολιτικές και αποφάσεις που ενισχύουν τη μακροπρόθεσμη ευημερία μιας επιχείρησης.
I am convinced that, with a shared commitment to promoting gender equality
είμαι πεπεισμένος ότι, με κοινή δέσμευση για την προώθηση της ισότητας των φύλων
Results: 64, Time: 0.039

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek