BASIC COMPONENT in Greek translation

['beisik kəm'pəʊnənt]

Examples of using Basic component in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
As the environment is a basic component of the tourism industry's assets,
Καθώς το περιβάλλον αποτελεί ένα βασικό στοιχείο των πόρων της τουριστικής βιομηχανίας,
The basic component of a modern electronic machine like a computer is the semiconductor,
Το βασικό στοιχείο μιας σύγχρονης ηλεκτρονικής μηχανής, π.χ. ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή,
Amino acid is the basic component of protein, which can help the body to provide nutrition.
Το αμινοξύ είναι το βασικό συστατικό της πρωτεΐνης, το οποίο μπορεί να βοηθήσει το σώμα να προσφέρει διατροφή.
The basic component of the system monitoring solution is an inverter from the SnapINverter generation with an integrated Datalogger- the Fronius Datamanager 2.0.
Πώς λειτουργεί η επιτήρηση εγκατάστασης Fronius Βασικό στοιχείο της επιτήρησης εγκατάστασης αποτελεί ένας μετατροπέας της γενιάς SnapINverter με τον ενσωματωμένο Datalogger Fronius Datamanager 2.
Keratin is a protein that forms the basic component of hair, hair, and nails.
Κερατίνη είναι μια πρωτεΐνη που σχηματίζει το βασικό συστατικό των μαλλιών, τα μαλλιά, και τα νύχια.
The basic component of diet for people from those areas were potatoes and mushrooms.
Το βασικό συστατικό της διατροφής για άτομα από αυτές τις περιοχές ήταν οι πατάτες και τα μανιτάρια.
Thus, the applicant claims that the basic component of the charge, namely the price of the basic subscription(analogue
Έτσι, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το βασικό στοιχείο του τιμολογίου, ήτοι η τιμή βασικής συνδέσεως(αναλογική σύνδεση
Nizoral shampoo with a basic component named Ketoconazole is an antifungal medication that fights against infections caused by fungus.
Το Nizoral σαμπουάν με βασικό συστατικό που ονομάζεται Κετοκοναζόλη είναι ένα αντιμυκητιασικό φάρμακο που καταπολεμά τις λοιμώξεις που προκαλούνται από τους μύκητες.
KATROUGALOS: A basic component of the new economic model we want to forge is exactly our comparative geopolitical advantage to be a natural bridge between Europe and Asia and Africa.
ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Βασικό στοιχείο του νέου οικονομικού μοντέλου που θέλουμε να δημιουργήσουμε αποτελεί ακριβώς το συγκριτικό γεωπολιτικό πλεονέκτημα της χώρας μας, ως φυσική γέφυρα μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής.
Intensive care Medicinal oxygen Medicinal oxygen in intensive care Oxygen support is a basic component in the care of critically ill patients.
Οξυγόνο για ιατρική χρήση στην εντατική θεραπεία Η υποστήριξη με οξυγόνο αποτελεί βασικό στοιχείο στη φροντίδα ασθενών που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση.
vine is the main crop in the area and wine a basic component of the local culture.
το αμπέλι παραμένει η κύρια καλλιέργεια της περιοχής και το κρασί βασικό στοιχείο της τοπικής κουλτούρας.
The belief that the projector is the only basic component of video projection is mistaken.
Η αντίληψη ότι ο προβολέας είναι το μόνο βασικό στοιχείο της βιντεοπροβολής είναι λανθασμένη.
commodity futures trading is a basic component of the buying and selling of harvested crops.
οι προθεσμιακές εμπορευματικές συναλλαγές αποτελούν βασικό στοιχείο της αγοράς και πώλησης της συγκομιδής.
The propensity to make strong emotional bonds to particular individuals[is] a basic component of human nature.
Η τάση για σύναψη ισχυρών συναισθηματικών δεσμών με συγκεκριμένα άτομα είναι ένα βασικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.
Medical oxygen in intensive care Oxygen support is a basic component in the care of critically ill patients.
Οξυγόνο για ιατρική χρήση στην εντατική θεραπεία Η υποστήριξη με οξυγόνο αποτελεί βασικό στοιχείο στη φροντίδα ασθενών που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση.
In this case, the half-life of the unchanged basic component takes on average 4 hours.
Στην περίπτωση αυτή, ο χρόνος ημίσειας ζωής του αμετάβλητου βασικού συστατικού διαρκεί κατά μέσο όρο 4 ώρες.
The ceramic monolith is the most basic component of the catalyst. A naturally circular ceramic monolith has an average of 60 passages per square centimeter.
Ο κεραμικός μονόλιθος είναι το πιο βασικό συστατικό του Ο φυσιολογικά στρόγγυλος κεραμικός μονόλιθος έχει ένα μέσο όρο 60 διαβάσεων ανά τετραγωνικό εκατοστό.
Over time, the ability of people to move freely within the EU has become not only a basic component of the internal market
Με τον καιρό, η δυνατότητα των πολιτών να κυκλοφορούν ελεύθερα στο πλαίσιο της ΕΕ δεν έχει καταστεί απλώς βασικό συστατικό στοιχείο της εσωτερικής αγοράς,
improvement of CRM training, which is a basic component for marketing offices over all verticals.
η οποία αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο για τα γραφεία μάρκετινγκ σε όλες τις κάθετες περιοχές.
which is the most basic component of the digestive system.
η οποία είναι το πιο βασικό συστατικό του πεπτικού συστήματος.
Results: 98, Time: 0.0336

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek