CHANGES HAVE OCCURRED in Greek translation

['tʃeindʒiz hæv ə'k3ːd]
['tʃeindʒiz hæv ə'k3ːd]
αλλαγές έχουν συμβεί
σημειώθηκαν αλλαγές
αλλαγές έχουν επέλθει
έχουν σημειωθεί αλλαγές
παρουσιάζουν αλλοιώσεις

Examples of using Changes have occurred in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
Such changes have occurred in your past and are quite natural,
Τέτοιες αλλαγές συνέβησαν και στο παρελθόν και είναι φυσικές,
Bigger changes have occurred in the cabin, prompting Porsche to say the car has a“completely new interior” taking inspiration from the 911 models of the 1970s.
Μεγαλύτερες αλλαγές έγιναν στην καμπίνα, προκαλώντας την Porsche να πει ότι το αυτοκίνητο έχει ένα«εντελώς νέο εσωτερικό», που εμπνέεται από τα μοντέλα της δεκαετίας του'70.
Michael explains the song's message,“Throughout history, some of the most dramatic changes have occurred when people reject the status quo and demand change.
Σχετικά με το τραγούδι, ανέφερε ο Michael:“Κατά την πορεία της ιστορίας, μερικές από τις πιο δραματικές αλλαγές συνέβησαν όταν οι άνθρωποι απέρριψαν την καθεστηκύια τάξη και απαίτησαν αλλαγή..
some of the most dramatic changes have occurred when people reject the status quo
μερικές από τις πιο δραματικές αλλαγές συνέβησαν όταν οι άνθρωποι απέρριψαν την καθεστηκύια τάξη
These changes have occurred in the context of substantial increases in the proportion of adults reporting no leisure-time physical activity,
Αυτές οι αλλαγές έχουν συμβεί στο πλαίσιο της αύξησης του ποσοστού των ενηλίκων που δηλώνουν ότι δεν κάνουν κάποια άσκηση στον ελεύθερό τους χρόνο
Changes have occurred in the cultural make up of Greek Americans since young men first arrived in America in the late 19th century to escape the chaos of their homelands
Οι αλλαγές έχουν συμβεί στο πολιτιστικό make up των Ελλήνων Αμερικανών από τους νέους άνδρες που έφτασαν για πρώτη φορά στην Αμερική στα τέλη του 19ου αιώνα για να ξεφύγουν από το χάος της πατρίδας τους
Then, at specified intervals, additional images and measurements are taken to make sure no changes have occurred over time that might indicate progressive damage such deterioration of the optic nerve in glaucoma.
Στη συνέχεια, σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, ελήφθησαν πρόσθετες εικόνες και μετρήσεις για να βεβαιωθείτε ότι δεν σημειώθηκαν αλλαγές με την πάροδο του χρόνου, οι οποίες ενδέχεται να υποδηλώνουν προοδευτική βλάβη στο γλαύκωμα.
If the fuse is OK, or after replacement, no changes have occurred, and the voltage in the on-board network remains low,
Εάν η ασφάλεια είναι εντάξει ή μετά την αντικατάσταση, δεν έχουν σημειωθεί αλλαγές και η τάση στο εποχούμενο δίκτυο παραμένει χαμηλή,
Major changes have occurred since the mid-1980s: substantial liberalization of valueadded services with the decree on valueadded services of September 1987,
Μεγάλες αλλαγές σημειώθηκαν από τα μέσα της δεκατίας του'80 και μετά: ουσιαστική ελευθέρωση των υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας με
some of the most dramatic changes have occurred when people reject the status quo
μερικές από τις πιο δραματικές αλλαγές συνέβησαν όταν οι άνθρωποι απέρριψαν την καθεστηκύια τάξη
We found that epigenetic changes had occurred in the infant's DNA
Διαπίστωσαν ότι επιδημιολογικές αλλαγές είχαν επέλθει στο DNA του βρέφους
The findings show that epigenetic changes had occurred in infant's DNA,
Διαπίστωσαν ότι επιδημιολογικές αλλαγές είχαν επέλθει στο DNA του βρέφους
However, over the past few years a change has occurred in the pharmacist arena
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει επέλθει αλλαγή στην αρένα του φαρμακοποιού
What is more, we believe that, in reality, this change has occurred and a turnaround has occurred in US policy.
Επιπλέον πιστεύουμε ότι, στην πραγματικότητα, αυτή η αλλαγή έχει επέλθει, και η πολιτική των"ΠΑ έχει μεταστραφεί.
If such a change has occurred, then it can be taken into account by using the average value of capital for the period in the calculation.
Αν έχει συμβεί μια τέτοια αλλαγή, τότε μπορεί να ληφθεί υπόψη χρησιμοποιώντας τη μέση τιμή του κεφαλαίου για την περίοδο κατά τον υπολογισμό.
A main indicator that a chemical change has occurred is the change in temperature.
Ένα από τα πρώτα σημάδια ότι έχει συμβεί μια χημική αλλαγή είναι το χρώμα των υγρών αλλαγών..
For instance, the assumption of a specific change of meaning might be substantiated by showing that the very same kind of change has occurred in WEB different languages too.
Για παράδειγμα, η υπόθεση για συγκεκριμένη αλλαγή στο νόημα μπορεί να επιβεβαιωθεί δείχνοντας ότι του ίδιου τύπου αλλαγή έχει εμφανιστεί σε πολλές άλλες γλώσσες επίσης.
For example, the assumption of a particular change of meaning may be substantiated by showing that the same type of change has occurred in other languages as well.
Για παράδειγμα, η υπόθεση για συγκεκριμένη αλλαγή στο νόημα μπορεί να επιβεβαιωθεί δείχνοντας ότι του ίδιου τύπου αλλαγή έχει εμφανιστεί σε πολλές άλλες γλώσσες επίσης.
Some are indeed beginning to see evidence that change has occurred in their physical environment.
Μερικοί πράγματι αρχίζουν να βλέπουν ενδείξεις ότι έχει επέλθει αλλαγή στο φυσικό τους περιβάλλον.
how little, if any, change has occurred; certainly nothing of any significance.
πόσο μικρή ή καθόλου αλλαγή έχει επέλθει· σίγουρα ανάξια αναφοράς.
Results: 45, Time: 0.0517

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek