DECIDED TO IMPLEMENT in Greek translation

[di'saidid tə 'implimənt]
[di'saidid tə 'implimənt]
αποφασίσει να υλοποιήσουμε
αποφάσισε την εφαρμογή
αποφασίσει να εφαρμόσουν
αποφάσισαν να εφαρμόσουν
αποφασίσει να εφαρμόσει
απεφάσισε να εφαρμόσει
αποφασίσει την υλοποίηση

Examples of using Decided to implement in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
On 7 August 2014 the Governing Council decided to implement the restrictive measures in view of Russia's actions destabilising the situation in Ukraine approved by the Council of the European Union on 31 July 2014.
Στις 7 Αυγούστου 2014 το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να εφαρμόσει τα περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία, τα οποία εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 31 Ιουλίου 2014.
the recent Eurogroup of December 5 decided to implement the short-term measures for debt relief, in line with the agreement last May,
το πρόσφατο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου αποφάσισε την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους σύμφωνα πάντα με τη συμφωνία του περασμένου Μαΐου
By 1942, the Nazi leadership decided to implement the Final Solution,
Μέχρι το 1942, η ναζιστική ηγεσία αποφάσισε να εφαρμόσει Τελική λύση,
the Commission has decided to implement a similar programme entitled'Aid in the Area of Transnational Cooperation between Craft
η Επιτροπή απεφάσισε να εφαρμόσει ένα παρόμοιο πρόγραμμα με τίτλο«Ενίσχυση στον τομέα της διακρατικής συνεργασίας μεταξύ βιοτεχνικών
Our Buttermilk How wonderful that the creators of computer fun decided to implement three of Buttermilk game based on the movie of the same name,
Πόσο υπέροχο ότι οι δημιουργοί της διασκέδασης υπολογιστή αποφάσισε να εφαρμόσει τρεις Βουτυρόγαλα παιχνίδι που βασίζεται στην ταινία με το ίδιο όνομα,
The Local Authorities of the peripheral units of Thessaloniki and Chalkidiki have decided to implement a strategic plan with the goal to transform the region into a green zone,
Στην περιοχή της Ανατολικής Θεσσαλονίκης η Αυτοδιοίκηση έχει αποφασίσει την υλοποίηση ενός στρατηγικού σχεδίου με στόχο τη μετατροπή της σε πράσινη ζώνη,
Canada's national debt was held at a constant manageable level until the government decided to implement what we now have as our modern banking system that is robbing the Canadian people.
εξαιτίας της Τράπεζας του Καναδά, το εθνικό μας χρέος κρατιόταν σε ένα σταθερά διαχειρίσιμο επίπεδο, ώσπου η κυβέρνηση αποφάσισε να εφαρμόσει αυτό που τώρα έχουμε ως μοντέρνο τραπεζικό σύστημα, το οποίο ληστεύει το λαό του Καναδά.
This series of factsheets illustrates how EU countries have decided to implement the 2013 reform for the period until 2020,
Αυτή η σειρά ενημερωτικών δελτίων δείχνει πώς οι χώρες της ΕΕ έχουν αποφασίσει να εφαρμόσουν τη μεταρρύθμιση του 2013 για την περίοδο μέχρι το 2020, κυρίως μέσω του
Greek authorities decided to implement a 1999 law which stipulates that all brothels must have permits.[5]
Οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν να εφαρμόσουν έναν νόμο του 1999, ο οποίος ορίζει ότι όλοι οι οίκοι ανοχής πρέπει να έχουν άδειες.[1]
the Commission requested the entities questioned to indicate whether they had already implemented(or decided to implement) Active Directory in the majority of the Windows domains in their computer network(question 15).
μεταξύ άλλων, από τις ερωτηθείσες επιχειρήσεις να διευκρινίσουν αν είχαν ήδη εφαρμόσει(ή αποφασίσει να εφαρμόσουν) την τεχνολογία Active Directory στην πλειονότητα των τομέων Windows του δικτύου τους πληροφορικής(ερώτηση 15).
It is obvious to assume that the fallen Yahweh entities decided they were our Gods and decided to implement a variety of mind control mechanisms by spreading religious beliefs,
Είναι προφανές να υποθέσουμε ότι οι πεπτωκώτες οντότητες του Γιαχβέ αποφάσισαν πως ήταν οι Θεοί μας και αποφάσισαν να εφαρμόσουν μια ποικιλία μηχανισμών ελέγχου του νου με τη διάδοση των θρησκευτικών πεποιθήσεων,
yet YSK decided to implement the concerning legislation in a different way by misinterpreting it
αλλά το ΑΕΣ αποφάσισε να εφαρμόσει τη σχετική νομοθεσία με άλλο τρόπο, παρερμηνεύοντάς την
quality of offered services, decided to implement a set of specially designed interventions both to save energy
στην ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών, απεφάσισε να εφαρμόσει ένα σύνολο ειδικά σχεδιασμένων παρεμβάσεων τόσο για την εξοικονόμηση ενέργειας
Ostelea has decided to implement a Master's program in Sustainable Tourism Destinations
Ostelea αποφάσισε να εφαρμόσει το πρόγραμμα Μάστερ στην αειφόρο Προορισμοί Τουρισμού
Similar to how various member states decided to implement Article 8 of the GDPR,to how it implements the themes and recommendations of the European Strategy for a Better Internet for Children(or BIK strategy), which was first set out by the European Commission in May 2012.">
Παρόμοια με το πώς τα κράτη μέλη αποφάσισαν να εφαρμόσουν το άρθρο 8 του GDPR,
it was the period when the American government had decided to implement a universal policy of‘'Indian assimilation'',
εγκατασταθεί σε κυβερνητικούς καταυλισμούς, αλλά πιο σημαντικά ήταν η περίοδος που η Αμερικανική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να εφαρμόσει οικουμενικά μια πολιτική‘'πολιτισμικής αφομοίωσης'' των Ινδιάνων μ'ένα μεθοδικό
Where Member States decide to implement that obligation through marketing restrictions,
Αν αποφασίσουν να εφαρμόσουν την εν λόγω υποχρέωση μέσω περιορισμών εμπορίας, θα πρέπει να εξασφαλίζουν
Those Bishops who decide to implement this ban warrant complete cooperation of the faithful.
Εκείνοι οι επίσκοποι που αποφασίζουν να εφαρμόσουν αυτή την απαγόρευση βρίσκουν ως δικαιολογία την πλήρη συνεργασία των πιστών.
Some decide to implement all in one color, others want to try to play on contrasts
Κάποιοι αποφασίζουν να εφαρμόσουν όλα σε ένα χρώμα, άλλοι θέλουν να προσπαθήσει να παίξει σε αντιθέσεις
There are many different models of governance and the one that a business decides to implement will likely be determined by a number of factors unique to its own circumstances.
Υπάρχουν πολλά διαφορετικά μοντέλα διακυβέρνησης, ωστόσο αυτό που μια επιχείρηση αποφασίζει να εφαρμόσει καθορίζεται από έναν αριθμό παραγόντων μοναδικό στις δικές της ανάγκες.
Results: 46, Time: 0.0435

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek