EFFECTIVE AND CONSISTENT in Greek translation

[i'fektiv ænd kən'sistənt]
[i'fektiv ænd kən'sistənt]
αποτελεσματική και συνεκτική
αποτελεσματικής και συνεπούς
αποτελεσματική και συνεπής
αποτελεσματικού και συνεκτικού
αποτελεσματικότητας και συνέπειας

Examples of using Effective and consistent in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
guiding principles for all NCAs will ensure a more uniform, effective and consistent enforcement of competition rules throughout the EU.
κατευθυντήριες αρχές για όλες τις ΕΑΑ θα εξασφαλιστεί πιο ομοιόμορφη, αποτελεσματική και συνεπής επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού σε όλη την ΕΕ.
is an independent EU Authority which works to ensure effective and consistent prudential regulation and supervisio….
είναι μια ανεξάρτητη αρχή της ΕΕ που λειτουργεί για να εξασφαλίσει την αποτελεσματική και συνεπή προληπτική ρύθμιση και εποπτεία του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα.
Improve the functioning of the internal market by ensuring a high, effective and consistent level of prudential regulation and supervision;
Στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, διασφαλίζοντας ιδίως υγιή, αποτελεσματική και συνεπή ρύθμιση και εποπτεία·.
is an independent body of the EU that seeks to guarantee the effective and consistent level of prudential regulation
είναι μια ανεξάρτητη αρχή της ΕΕ που λειτουργεί για να εξασφαλίσει την αποτελεσματική και συνεπή προληπτική ρύθμιση
Article 6(1) gives the ECB responsibility for the effective and consistent functioning of the SSM.
Το άρθρο 6, παράγραφος 1, αναθέτει στην ΕΚΤ την ευθύνη για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού.
Colleges of supervisors play an important role in the efficient, effective and consistent supervision of financial market participants operating across borders.
(23) Τα σώματα εποπτών παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά.
with the aim of ensuring that the proposed measures are effective and consistent.
προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα προτεινόμενα μέτρα είναι αποτελεσματικά και συνεκτικά.
An EU regulatory agency that works to ensure effective and consistent prudential regulation
Ρυθμιστική υπηρεσία της ΕΕ που ασχολείται με την εξασφάλιση αποτελεσματικής και συνεκτικής προληπτικής ρύθμισης
participate actively in the development and coordination of effective and consistent recovery and resolution plans.
να συμβάλλει στην ανάπτυξη και τον συντονισμό αποτελεσματικών και συνεκτικών σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης.
The ECB is responsible for the effective and consistent functioning of the SSM
Η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ΕΕΜ
In order to ensure effective and consistent national macroprudential policy measures, it is important to complement the mandatory reciprocity required under Union law with voluntary reciprocity.
Προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και συνέπειας των εθνικών μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής είναι σημαντικό να συμπληρωθεί η υποχρεωτική αμοιβαιότητα που απαιτεί το δίκαιο της Ένωσης με την εθελοντική εφαρμογή τους στη βάση της αμοιβαιότητας.
Business intelligence system which aims to the fast, effective and consistent management of information
Σύστημα επιχειρησιακής ευφυΐας το οποίο αποσκοπεί στη γρήγορη, αποτελεσματική και συνεπή διαχείριση πληροφοριών
monitor the efficient effective and consistent functioning of the colleges of supervisors referred to in Directive 2006/48/EC
εποπτεία της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ
the efficient, effective and consistent functioning of the colleges of supervisors referred to in Directive 2006/48/EC
εποπτεία της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ
(5) Adequate, effective and consistent enforcement of the working time provisions is crucial for protecting the working conditions of drivers
(5) Η κατάλληλη, αποτελεσματική και συνεπής επιβολή των διατάξεων για τον χρόνο εργασίας είναι ουσιαστικής σημασίας για την προστασία των συνθηκών εργασίας των οδηγών
(5) Adequate, effective and consistent enforcement of the working time
(5) Η κατάλληλη, αποτελεσματική και συνεπής επιβολή των διατάξεων για τον χρόνο εργασίας
monitoring the efficient, effective and consistent functioning of the colleges of supervisors referred to in Directive 2009/138/EC
εποπτεία της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ
monitoring of the efficient, effective and consistent functioning of the colleges of supervisors referred to in Directive 2006/48/EC
εποπτεία της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ
transparent so as to safeguard the effective and consistent application of the Schengen acquis.
έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική και συνεπής εφαρμογή του κεκτημένου Σένγκεν.
ECB Banking Supervision continued to work together with the EBA towards the shared objective of fostering effective and consistent prudential supervision
η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνέχισε να συνεργάζεται με την ΕΑΤ προς τον κοινό στόχο της προώθησης αποτελεσματικής και συνεπούς προληπτικής εποπτείας
Results: 89, Time: 0.0468

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek