HIERARCHICALLY in Greek translation

ιεραρχικά
hierarchical
ιεραρχική
hierarchical
ιεραρχικα
ενός ιεραρχικά

Examples of using Hierarchically in English and their translations into Greek

{-}
  • Colloquial category close
  • Official category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
The obligation to functionally and hierarchically separate the functions of risk management from the operating units,
Του τρόπου λειτουργικού και ιεραρχικού διαχωρισμού της λειτουργίας διαχείρισης των κινδύνων από τις επιχειρησιακές μονάδες,
then generate related topics and subtopics hierarchically.
μια βασική ιδέα και, στη συνέχεια, να δημιουργήσετε ιεραρχικά σχετικά θέματα και δευτερευόντων θεμάτων.
These are forms used to create items that are hierarchically subordinate to another item.
Αυτές είναι φόρμες που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία στοιχείων που είναι ιεραρχικά κατώτερα από κάποιο άλλο στοιχείο.
Men hierarchically carry more power,
Οι άνδρες ιεραρχικά διαθέτουν περισσότερη δύναμη,
which are hierarchically ordered& whose members share similar values, interests& behaviour.
οι οποίες είναι ιεραρχικά διατεταγμένες και τον οποίον τα μέλη έχουν κοινές αξίες, ενδιαφέροντα και συμπεριφορά.
since the form of governance of the Church is synodally hierarchical and hierarchically synodal.
το σχήμα της διοικήσεως της Εκκλησίας είναι συνοδικώς ιεραρχικό και ιεραρχικώς συνοδικό.
if the deputy Authorising Officer is in a position that is hierarchically inferior to the manager.
τουλάχιστον το πνεύμα τους, εάν ο εξουσιοδοτημένος διατάκτης βρίσκεται σε θέση ιεραρχικά κατώτερη σε σχέση με τον διαχειριστή.
since the government of the Church is synodically hierarchical and hierarchically synodical.
το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι συνοδικώς ιεραρχικό και ιεραρχικώς συνοδικό.
which is hierarchically ordered and whose members share similar values,
οι οποίες είναι ιεραρχικά διατεταγμένες και τον οποίον τα μέλη έχουν κοινές αξίες,
that are hierarchically ordered and whose members share similar values,
οι οποίες είναι ιεραρχικά διατεταγμένες και τον οποίον τα μέλη έχουν κοινές αξίες,
which are hierarchically ordered and whose members share similar values,
οι οποίες είναι ιεραρχικά διατεταγμένες και τον οποίον τα μέλη έχουν κοινές αξίες,
that Occupy achieved a breakthrough at Wall Street that the prior hierarchically organized efforts had not managed.
το οποίο ενόχλησε την Wall Street με έναν τρόπο που οι προηγούμενες, ιεραρχικά οργανωμένες, προσπάθειες δεν είχαν καταφέρει.
In short, we can easily miss the need to see the rise of right-wing radicalization as an outcome of a previous global opening up within the hierarchically developing and destabilizing global capitalism.
Με λίγα λόγια μπορούμε πολύ εύκολα να μην αντιληφθούμε την ανάγκη κατανόησης της ριζοσπαστικοποίηση της Δεξιάς ως απότοκο της διεύρυνσης στο πλαίσιο ενός ιεραρχικά αναπτυσσόμενου και αποσταθεροποιούμενου παγκόσμιου καπιταλισμού.
acts and communicates hierarchically, it thinks and feels hierarchically by organizing the vast diversity of sense data,
ενεργει κι επικοινωνει ιεραρχικα, αλλα και σκεπτεται και αισθανεται ιεραρχικα, οργανωνει την τεραστια ποικιλια των δεδομενων της αισθησης,
In short, we can easily miss the need to see events of right wing radicalization as an outcome of a global opening up within the hierarchically developing and destabilizing global capitalism.
Με λίγα λόγια μπορούμε πολύ εύκολα να μην αντιληφθούμε την ανάγκη κατανόησης της ριζοσπαστικοποίηση της Δεξιάς ως απότοκο της διεύρυνσης στο πλαίσιο ενός ιεραρχικά αναπτυσσόμενου και αποσταθεροποιούμενου παγκόσμιου καπιταλισμού.
without the parties being summoned, before the hierarchically higher court.
η απόφαση υπόκειται σε προσφυγή, ενώπιον του ιεραρχικά ανώτερου δικαστηρίου, μόνο εντός πέντε ημερών από την έκδοση ή την επίδοσή της, ανάλογα με το αν η δίκη πραγματοποιήθηκε με ή χωρίς κλήτευση των διαδίκων.
the majority recognise that it is hierarchically higher than any other rule of international law,
ο κανόνας αυτός είναι ιεραρχικά ανώτερος από κάθε άλλο κανόνα του διεθνούς δικαίου,
Through this, we have developed a technique to easily grow synthetic materials that emulate such hierarchically organised architecture over large areas
Μέσα από αυτό, έχουμε αναπτύξει μια τεχνική για την εύκολη ανάπτυξη συνθετικών υλικών που μιμούνται μια τέτοια ιεραρχικά οργανωμένη αρχιτεκτονική σε μεγάλες περιοχές
Formal education: the hierarchically structured, chronologically graded'education system',
Τυπική εκπαίδευση(formal learning): Το ιεραρχικά δομημένο, χρονολογικά βαθμολογούμενο εκπαιδευτικό σύστημα,
Through this, we have developed a technique to easily grow synthetic materials that emulate such hierarchically organized architecture over large areas
Μέσα από αυτό, έχουμε αναπτύξει μια τεχνική για την εύκολη ανάπτυξη συνθετικών υλικών που μιμούνται μια τέτοια ιεραρχικά οργανωμένη αρχιτεκτονική σε μεγάλες περιοχές
Results: 170, Time: 0.0492

Top dictionary queries

English - Greek