REDUCE THE ABILITY in Greek translation

[ri'djuːs ðə ə'biliti]
[ri'djuːs ðə ə'biliti]

Examples of using Reduce the ability in English and their translations into Greek

{-}
  • Official category close
  • Colloquial category close
  • Medicine category close
  • Ecclesiastic category close
  • Financial category close
  • Official/political category close
  • Computer category close
a chemical made from Vitamin A, can reduce the ability of the cancer to invade surrounding tissue.
από τη βιταμίνη Α, μπορεί να μειώσει την ικανότητα του καρκίνου να εισβάλλει στους γειτονικούς ιστούς.
Although folate deficiency can have a number of biological causes- which reduce the ability of the body to absorb folate- the most common cause is simply that they eat too little folate(or folic acid).
Αν και η ανεπάρκεια φυλλικού οξέος στον οργανισμό μπορεί να σημαίνει μια σειρά από βιολογικές αιτίες- οι οποίες μειώνουν την ικανότητα του σώματος να απορροφήσει το φυλλικό οξύ- η πιο κοινή αιτία είναι απλά ότι ο οργανισμός λαμβάνει πολύ λίγο φυλλικό(ή φολικό) οξύ από τις τροφές.
as SPF creams reduce the ability of the body to produce Vitamin D from UV exposure by up to 97%.'.
καθώς οι κρέμες SPF μειώνουν την ικανότητα του σώματος να παράγει βιταμίνη D από την έκθεση στην υπεριώδη ακτίνα UV έως και 97%.
can cause chest pain, reduce the ability to exercise, or-on more frequent exposures- may contribute to other cardiovascular problems.
μπορεί να προκαλέσει πόνο στο στήθος, μείωση της ικανότητας άσκησης, ή με επαναλαμβανόμενες εκθέσεις, μπορεί να συμβάλει σε επιπλέον καρδιαγγειακές νόσους.
can cause chest pain, reduce the ability to exercise, or-with repeated exposures-may contribute to other cardiovascular effects.
μπορεί να προκαλέσει πόνο στο στήθος, μείωση της ικανότητας άσκησης, ή με επαναλαμβανόμενες εκθέσεις, μπορεί να συμβάλει σε επιπλέον καρδιαγγειακές νόσους.
A more important question in our view is whether these integration trends affect the transmission mechanisms of monetary policy and reduce the ability of central banks to fulfil their mandate.
Ένα πιο σημαντικό ζήτημα κατά τη γνώμη μας είναι το κατά πόσον οι τάσεις αυτές επηρεάζουν την νομισματική πολιτική και μειώνουν την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να εκπληρώσουν την αποστολή τους.
increase inequality and reduce the ability of children to participate in the economy more and more digitized.
κάτι που επιδεινώνει τις ανισότητες και μειώνει την ικανότητα των παιδιών να συμμετέχουν σε μια αυξανόμενη ψηφιακή οικονομία.
Lesions of the dorsolateral frontal area may reduce the ability to retain information
Βλάβες σε αυτή την περιοχή μπορεί να μειώσουν την ικανότητα συγκράτησης των πληροφοριών κι επεξεργασίας αυτών στον
And scientists have discovered that nutrients in pomegranates can reduce the ability of UVB radiation to cause cancer-promoting damage in skin cells,
Ειδικοί έχουν ανακαλύψει ότι στα ρόδια περιέχονται στοιχεία τα οποία συμβάλλουν στη μείωση της ικανότητας της ακτινοβολίας UVB να προκαλεί καρκινώματα στα δερματικά κύτταρα,
The following medicines may reduce the ability of Eliquis to help prevent blood clots from forming:- medicines to prevent epilepsy
Τα παρακάτω φάρμακα ενδέχεται να μειώσουν την ικανότητα του Eliquis να βοηθήσει στην πρόληψη του σχηματισμού θρόμβων στο αίμα:- φάρμακα για την πρόληψη της επιληψίας
quickly changing the metabolism to not only increase body fat, but reduce the ability to burn it even during exercise.
αλλάζοντας γρήγορα το μεταβολισμό, όχι μόνο για να αυξήσει το σωματικό λίπος, αλλά και για να μειώσει την ικανότητα να το κάψει ακόμα και κατά τη διάρκεια της άσκησης.
can reduce the ability of the immune system to recognise
μπορεί να μειώσει την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να αναγνωρίζει
High levels of nitrate and nitrite in drinking water- through their accumulation in groundwater- pose a threat to human health as they can reduce the ability of human blood to carry oxygen.
Τα υψηλά επίπεδα νιτρώδων και νιτρικών αλάτων στο πόσιμο νερό- με τη συσσωρευσή τους στα υπόγεια ύδατα- αποτελούν απειλή για την ανθρώπινη υγεία καθώς μπορούν να μειώσουν την ικανότητα του ανθρώπινου αίματος να μεταφέρει οξυγόνο.
Poor health- often arising from poor living conditions- can be a major contributor to poverty as it can reduce the ability to work and due to the costs of treatment and care.
Η κακή υγεία- η οποία συχνά οφείλεται σε κακές συνθήκες ζωής- μπορεί να συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στη φτώχεια, καθώς μπορεί να μειώσει την ικανότητα προς εργασία αλλά και λόγω του κόστους της θεραπευτικής αγωγής και φροντίδας.
Signatories to the petition are concerned that the current review of the Special Procedures could severely reduce the ability of the UN--in particular the Council--to protect human rights.
Όσοι υπογράφουν την έκκληση ανησυχούν ότι η τρέχουσα αναθεώρηση των«Ειδικών Διαδικασιών» μπορεί να οδηγήσει στη σοβαρή μείωση της ικανότητας του ΟΗΕ-και συγκεκριμένα του Συμβουλίου- να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Studies show that citrus flavonoids may improve blood flow through coronary arteries, reduce the ability of arteries to form blood clots
Οι μελέτες δείχνουν ότι τα φλαβονοειδή στα εσπεριδοειδή, μπορεί να βελτιώσουν τη ροή του αίματος μέσω των στεφανιαίων αρτηριών, να μειώσουν την ικανότητα των αρτηριών να σχηματίσουν θρόμβους στο αίμα
with the commitments which they assume once a country has joined the EU will have the effect of involving them actively in the democratisation process in society and considerably reduce the ability of the elite who are in power to use coercive measures against opposition political parties
της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται με την ένταξη μιας χώρας στην ΕΕ θα έχουν ως αποτέλεσμα την ενεργό συμμετοχή τους στη διαδικασία εκδημοκρατισμού της κοινωνίας και τη σημαντική μείωση της ικανότητας της ελίτ που κατέχει την εξουσία να λαμβάνει καταναγκαστικά μέτρα κατά των πολιτικών κόμματων της αντιπολίτευσης
Aging reduces the ability of our bodies to utilize certain nutrients.
Η γήρανση μειώνει την ικανότητα των σωμάτων μας να χρησιμοποιούν ορισμένα θρεπτικά συστατικά.
Aging reduces the ability to rapidly repair this damage.
Η γήρανση μειώνει την ικανότητα ταχείας αποκατάστασης αυτής της βλάβης.
Reducing the ability to influence events.
Μείωση της ικανότητας επηρεασμού των γεγονότων.
Results: 47, Time: 0.0516

Word-for-word translation

Top dictionary queries

English - Greek